Life will find a way…

We are stardust, we are golden

and we ‘ve got to get ourselves back to the garden

Joni Mitchell

Η πολυγραφότατη, πολυβραβευμένη και παγκοσμίως αγαπητή Καναδή συγγραφέας, Μάργκαρετ Άτγουντ, δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερες συστάσεις – το αναγνωστικό κοινό την ξεχωρίζει ανάμεσα στους σύγχρονους πεζογράφους, όχι μόνο γιατί γράφει καλά βιβλία αλλά κυρίως για το γεγονός ότι η γραφή της έχει πάντα άποψη και προσφέρει brain food και όχι μόνο ένα ευχάριστο ανάγνωσμα.

Σκοτεινό και τρυφερό μαζί το νέο της μυθιστόρημα, ”Η χρονιά της πλημμύρας”, είναι μια μελλοντική δυστοπία, βασισμένη στο σενάριο της οικολογικής κατάρρευσης του πλανήτη και της διάλυσης των κοινωνικών δομών, με επιστροφή του ανθρώπινου είδους σε μια μορφή πρωτογονισμού: στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον η ”Άνυδρη Πλημμύρα” -ένας συνδυασμός ακραίων φυσικών φαινομένων και μιας θανατηφόρας επιδημίας-, έχει αλλάξει τη μορφή του φυσικού περιβάλλοντος και έχει εξολοθρεύσει το ανθρώπινο είδος, ακριβώς όπως το είχαν προβλέψει ”οι Κηπουροί του Θεού”, μια θρησκευτική εκδοχή του κινήματος των χίπις. Δύο γυναίκες που κάποτε ήταν μέλη της οργάνωσης, βρίσκονται τώρα απομονωμένες, η καθεμία σε ένα έρημο κτίριο, προσπαθώντας να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκηνικό αποδομημένης Εδέμ όπου βασιλεύουν τα μεταλλαγμένα ζώα. Αλλά υπάρχουν και άλλοι επιζώντες και κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν καθόλου φιλικές διαθέσεις…

Πραγματικά δυσκολεύτηκα αρκετά να συμπυκνώσω όλα όσα συμβαίνουν στις σελίδες του βιβλίου, στην παραπάνω παράγραφο. Κι αυτό γιατί η συγγραφέας εκτυλίσσει τη δράση σε δύο παράλληλους χρόνους, πριν και μετά την καταστροφή, ενώ παράλληλα ανοίγει – χωρίς ποτέ να πλατειάζει ή να ξεφεύγει σε παρεκβάσεις, πολλά και σημαντικά θέματα: από τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων ώς την ανθρώπινη συμπεριφορά προς τα ζώα και από την αυτονόμηση της επιστήμης και τα ηθικά διλήμματα που προκύπτουν ώς την οικονομική κυριαρχία των πολυεθνικών εταιριών που καθορίζουν τα πάντα με βάση το κέρδος. Μην τρομάζετε, όμως, η μαστοριά της είναι τέτοια ώστε αυτό συμβαίνει όχι με τρόπο διδακτικό ή καταγγελτικό, αλλά μέσα από την εξέλιξη της πλοκής και το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων. Επιπλέον, γίνεται με χιούμορ και με έναν τρόπο γραφής απλό και σχεδόν παιγνιώδη, έτσι ώστε, παρά τα δύσκολα και κάποτε επώδυνα γεγονότα που αφηγείται, να υπάρχει πάντα ένα κλείσιμο ματιού στον αναγνώστη: ”οk, τα πράγματα είναι πολύ χάλια αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γελάσουμε με το σουρεαλισμό της κατάστασης που ζούμε” – και νομίζω ότι τα όσα βιώνουμε αυτήν την περίοδο στην Ελλάδα, κάπως έτσι πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε.

Το συγκινητικό και αισιόδοξο τέλος παραμένει ανοιχτό: οι ήρωες του βιβλίου και ο κόσμος που ζουν θα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία; Κι αν ναι, θα συνειδητοποιήσουν ότι η δεύτερη ευκαιρία όχι μόνο δίνεται σπάνια αλλά συνήθως είναι και η τελευταία;