«Καταμεσής της ζωής βρίσκουμε τον θάνατο»

Ρήση της Επισκοπικής Εκκλησίας

ή

«Με τα συντρίμμια αυτά, στύλωσα τα ερείπιά μου»

Τζόαν Ντίντιον

ή

«Θεέ μου, μη μου δώσεις όσα μπορώ να αντέξω»

Η γιαγιά μου

Η Τζόαν Ντίντιον γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και ζει στη Νέα Υόρκη. Έχει κατακτήσει μοναδική φήμη ως μία από τις καλύτερες σύγχρονες Αμερικανίδες συγγραφείς. Εκτός από μυθιστορήματα, έχει εκδώσει συλλογές δοκιμίων που ξεχώρισαν στον τομέα της πολιτικής αρθρογραφίας και το 2005 τιμήθηκε με το National Book Award στην κατηγορία Non Fiction. Παντρεμένη με τον Τζον Γκρέγκορι Νταν, εξ ίσου αναγνωρισμένο συγγραφέα, έχει καταξιωθεί και για την από κοινού συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων.

Στις 30 Δεκεμβρίου του 2003, ο Τζον Γκρέγκορι Νταν και η Τζόαν -παντρεμένοι εδώ και σαράντα χρόνια-, έχουν μόλις επιστρέψει  από την εντατική, όπου η υιοθετημένη κόρη τους νοσηλευόταν με πνευμονία και σηπτικό σοκ. Όμως, ύστερα από λίγο, ο Τζον εκπνέει από ένα ξαφνικό οξύ καρδιακό επεισόδιο.

Πώς μπορεί να είναι η ζωή, όταν σε προχωρημένη ηλικία χάνεις εντελώς ξαφνικά τον σύντροφο σαράντα χρόνων, ενώ ταυτόχρονα το παιδί σου βρίσκεται στην εντατική; Πώς να ζήσει κανείς, όταν χάνει αυτόν που μοιραζόταν μαζί του όχι μόνο την καθημερινότητα αλλά και τα όνειρά του; Αυτό το «μετά» το περιγράφει ένα χρόνο αργότερα η Τζόαν, έχοντας μάθει, πλέον, να ζει μόνη.

Με το θάνατο του Τζον, δημιουργήθηκε μέσα της ένα τέτοιο χάος που ανέτρεξε σε κάθε μορφή λογοτεχνικού κειμένου, ακόμη και σε οδηγό καλής συμπεριφοράς, προκειμένου να μάθει πώς διαχειρίστηκαν άλλοι αυτό το γεγονός που λέγεται θάνατος. Με αποσπάσματα από ποίηση και άλλα λογοτεχνικά κείμενα κάνει τα δικά της «στασίματα» αντί λυγμών. Θρηνεί με αυτόν τον τρόπο, τηρώντας μια εκπληκτική απόσταση από το μελό. Παράλληλα, προσθέτει στοιχεία αναλύοντας συνθέσεις  φαρμάκων ή προτεινόμενες εξετάσεις και θεραπείες, σαν μοναδικός ιατρικός γνώστης, ελέγχοντας και επιτηρώντας τα πάντα.

Σαν ντετέκτιβ ανατρέχει στα γεγονότα και σαν ρολόι ακριβείας μετρά το χρόνο, αυτόν τον απειροελάχιστο που χρειάστηκε για να τον χάσει για πάντα. Ενώ ένα ερωτηματικό τη βασανίζει. Μήπως προλάβαινε να κάνει κάτι; Οι αφηγήσεις της κινούνται σε δύο χρονολογικούς άξονες. Την είσοδο στην εντατική της κόρης της Κιντάτα και τις ημερομηνίες συγκριτικά με το θάνατο του πατέρα της Τζον. Οι αναμνήσεις/χρονικό μπλέκουν τις μνήμες και η λογοτεχνία εκεί. Πάντα παρούσα, συνοδοιπορεί απλώνοντας το κείμενό της στον ορίζοντα του χρόνου. Με στυλ συγγραφικό το οποίο ηχεί σαν μουσική τζαζ, που μοιάζει ασύνδετη κι όμως είναι τόσο ενιαία, ενώ τραγούδια των Ella και Louis έρχονται στο μυαλό του αναγνώστη.

Η Τζόαν Ντίντιον, με γραφή καθαρά δημοσιογραφική και ξεκάθαρη σκέψη,  παραθέτει γεγονότα και στοιχεία, ενώ η εσωτερική της παγωμάρα αντικατοπτρίζεται στην εξ ίσου παγωμένη αποτύπωσή τους. Αναπαράγει τα γεγονότα και το χρόνο σαν να ξύνει τις πληγές της μέχρι να ματώσουν, για να περάσουν πιο γρήγορα, ή σαν να τις ξορκίζει να βγουν από μέσα της. Ωστόσο, η αξιοπρέπεια και η δύναμή της τα  υπερκαλύπτει. Η σοβαρή κατάσταση της υγείας της κόρης της την κρατά σε μια μορφή «απλής» δραστηριότητας κι όταν η κόρη της, μήνες αργότερα, επιστρέφει στο σπίτι, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Του Τζον. Δεν παραδίδεται στην αυτολύπηση, υπάρχει μόνο  η συνειδητοποίηση του κενού. Ταυτόχρονα, της γίνεται αισθητό το γήρας, που τόσα χρόνια δεν έβλεπε επάνω της, γιατί τα μάτια του δεν την άφηναν να το δει.

Ενάμιση χρόνο μετά το θάνατο του Τζον, χάνει και την Κιντάτα.

«Η χρονιά της μαγικής σκέψης» της Τζόαν Ντίντιον είναι ένα βιβλίο με γραφή Χεμινγουέι, χωρίς ωραιοποιήσεις και συναισθηματικές εξάρσεις, γεμάτο δύναμη, λογική και το αισιόδοξο μήνυμα πως η ζωή συνεχίζεται. Ονομάστηκε δε «Μαγική σκέψη» θέλοντας να τονίσει πως κάποιες στιγμές η σκέψη μας παραπαίει μεταξύ ορθολογισμού και παραλογισμού.

Μια πρόσθετη αξία στο βιβλίο είναι η μετάφραση της Ξένιας Μαυρομμάτη, που παραδίδει στον αναγνώστη ένα βιβλίο με αποτυπωμένη την αύρα της συγγραφέως και με τόσες σημειώσεις όσες θα τον βοηθήσουν να το απολαύσει περισσότερο.