«Μέχρι να σε βρω ξανά»

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ένα πολιτικό θρίλερ και ένα ρομαντικό δράμα εποχής είναι δυνατόν να συνυπάρξουν επιτυχώς στο ίδιο βιβλίο; Ο Στέφανος Δάνδολος με τη «Χορεύτρια του διαβόλου» το καταφέρνει, δημιουργώντας μια ιστορία γεμάτη μυστήριο και ανατροπές, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, εκτός από την αγάπη. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, όταν όλα γύρω σου είναι ψεύτικα κι εσύ ο ίδιος ζεις μέσα στο ψέμα, δεν πιστεύεις στην αλήθεια όταν τη συναντήσεις.

Από την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα των αρχών του εικοστού αιώνα μέχρι το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ʼ30 και από εκεί στο Εδιμβούργο του 1945, όπου πέφτει η αυλαία της ζωής του, ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος περιπλανιέται ανέστιος και πλανημένος: αφού πούλησε την  ψυχή του στους ισχυρούς του κόσμου τούτου, έλαβε σε αντάλλαγμα χρήμα, δύναμη και διασημότητα αλλά έχασε τον εαυτό του και την αγάπη. Το  φάντασμα αυτής της αγάπης τον συντροφεύει και τον στοιχειώνει ταυτόχρονα όλα αυτά τα χρόνια: όχι μόνο επειδή την απώλεσε αλλά και γιατί είναι υπεύθυνος για το θάνατο εκείνης που αγάπησε. Σοκαρισμένος από την τυχαία συνάντηση με μια γυναίκα που της μοιάζει πολύ, αφηγείται την ιστορία με ένα φλας μπακ στο παρελθόν από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε, όντας ένας άσημος νεαρός που ήλπιζε να γίνει συγγραφέας, τη διαβόητη Σολάνζ Νταλμόν, Γαλλίδα αρτίστα που έγινε γνωστή με το προσωνύμιο «χορεύτρια του διαβόλου».

Η προδοσία του έρωτά του θα γεμίσει την ψυχή του άσβεστο μίσος, το οποίο θα βρει διέξοδο όταν θα τον προσεγγίσει ένας Γερμανός επιχειρηματίας και θα τον μυήσει στη διεθνή κατασκοπεία: θα του προτείνει μια νέα ζωή, μια νέα ταυτότητα και ένα σατανικό σχέδιο που θα οδηγήσει στην εξόντωση της πρώην αγαπημένης του. Η επιτυχία του σχεδίου είναι πλήρης και ο ήρωας, απαλλαγμένος από τον πόθο της εκδίκησης, θα βρει καταφύγιο στην αυλή του ισχυρού προστάτη του. Χωρίς κανέναν πλέον ηθικό φραγμό, θα γίνει διάσημος για ένα βιβλίο που δεν έγραψε ο ίδιος και θα παίξει το ρόλο που του υποδεικνύουν τα μέλη της μυστικής οικονομικής ελίτ, του «Τάγματος των Σκιών», που σκοπεύουν για μια ακόμα φορά να αιματοκυλίσουν την Ευρώπη, ετοιμάζοντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και προωθώντας τον Χίτλερ ως τον εκλεκτό τους. Αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει τη Σολάνζ, ακόμα και νεκρή τον καταδιώκει. Η συνάντηση με τη σωσία της θα αρχίσει να ξηλώνει τον ιστό από ψέματα και σκοτεινά μυστικά στον οποίο έχει εμπλακεί, ώσπου θα φτάσει στην αλήθεια που θα κλονίσει την ύπαρξή του. Θα ανακαλύψει, πολύ αργά όμως, ότι δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσεις τους δαίμονες από τους αγγέλους παρά μόνο εκ των υστέρων, όταν θα έχεις κάνει τη μοιραία επιλογή που θα σφραγίσει τη μοίρα σου…

Όπως είπα και στην εισαγωγή του κειμένου, ο Στέφανος Δάνδολος φέρνει σε πέρας με επιτυχία ένα δύσκολο εγχείρημα: να συνδυάσει σωστά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη. Το αποτέλεσμα είναι ένα αγωνιώδες, με συνεχείς ανατροπές μυθιστόρημα, με ήρωες πειστικά ενταγμένους στο ιστορικό πλαίσιο μιας Ευρώπης που οδηγείται στη σφαγή του πολέμου. Παράλληλα, κατορθώνει να συγκινήσει συναισθηματικά τον αναγνώστη με ένα αισθηματικό δράμα που ακολουθεί την παράδοση του ρομαντισμού: το ζευγάρι των πρωταγωνιστών και ο Γερμανός ισχυρός του χρήματος, ως το τρίτο μέλος ενός μοιραίου τριγώνου, είναι ήρωες τραγικοί και «καταραμένοι». Αλλά, αν και διεφθαρμένοι, δεν είναι συναισθηματικά νεκροί: διότι, ενώ έχουν τα πάντα, αναζητούν το πιο δύσκολο, την αγάπη – κι ας αποτυγχάνουν οικτρά να σταθούν αντάξιοί της.

Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας χτίζει σταδιακά και στη συνέχεια αποδομεί το λαβύρινθο στον οποίο παγιδεύονται οι ήρωές του είναι υψηλού επιπέδου, ενώ απόλυτα πειστική είναι τόσο η γλώσσα όσο και το ύφος του αφήγησης σε σχέση με την εποχή που επιχειρεί να αποδώσει. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του κειμένου είναι το πλήθος των διάσημων συγγραφέων (Γκράχαμ Γκριν,  Χένρι Τζέιμς, Σκοτ Φιτζέραλντ, για να αναφέρω ενδεικτικά μερικούς), που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου, πλαισιώνοντας τα βασικά πρόσωπα της πλοκής αλλά και φωτίζοντας πλευρές της ζωής τους και του χαρακτήρα τους που δεν είναι ευρύτερα γνωστές. Θεωρώ δε μεγάλο επίτευγμα το γεγονός ότι, χωρίς να κάνει πολιτική προπαγάνδα, ο συγγραφέας μιλάει μέσα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου για τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, επισημαίνοντας σαφώς στον αναγνώστη τις ανατριχιαστικές ομοιότητες.

Το κλείσιμο του βιβλίου αποτελεί ένα εξαιρετικό επιστέγασμα με αισιόδοξο μήνυμα: παρά το γεγονός ότι το κακό μοιάζει να θριαμβεύει στον κόσμο και να διαφεντεύει το ανθρώπινο είδος, δεν είναι ανίκητο. Το καλό, η αγάπη και η δικαιοσύνη (όχι εκείνη των ανθρώπων αλλά η κοσμική) θα βρουν τον τρόπο, έστω και στο νήμα, να κερδίσουν μια –ποτισμένη με αίμα, είναι αλήθεια– νίκη.