Ο δρυΐδης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ο παγανιστής και γλωσσολάγνος Νίκος Κατσαλίδας ανιχνεύει όλες τις πτυχές της διαχρονικής ελληνικής λαλιάς με τη φυσικότητα και την αθωότητα ενός παιδιού…

Βαθιά ρυθμικός, δημοτικός, αλλά όχι και «λαϊκός» ο λόγος του, αφού πλάθει το δικό του λόγιο ιδίωμα κι η ιδιόλεκτός του είναι τόσο προσεκτικά χτενισμένη κι επιμελημένη έτσι που κάθε άλλο σύγχρονο ποιητικό εγχείρημα να μοιάζει «αναμαλλιάρικο» ή «αναμαλλιασμένο», όπως ο Πάνας στο αφηγηματικό «πεζό» ποίημα της σελίδας 177.

Εκπλήσσομαι κάθε φορά που συναντώ (σπανίως) ανθρώπους να επιμένουν στον γλωσσικό κώδικα σαν να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου γι’ αυτούς, ενόσω οι περισσότεροι αρκούνται σε διανοήματα, ξεφτισμένα και πολυχρησιμοποιημένα αισθήματα και μελοδραματισμούς ληγμένους προ πολλού, που σε κάνουν να ξερνάς…

Εδώ η καλλιέπεια και η λεπτή πολύχρονη επεξεργασία του λόγου δημιουργεί ένα αξιοσημείωτο μεταίσθημα και το μετείκασμα κάθε ανάγνωσης είναι διαφορετικό, αφού σε βυθίζει σε βαθιά υποστρώματα του συλλογικού ασυνείδητου κι ανιχνεύει (μέσα από τις λέξεις) κρυμμένα μυστικά, από εκείνα που μόνο σε ποιητική μορφή μπορείς να εξομολογηθείς στη Φύση, στην ερημιά, στον εαυτό σου ή στους οικείους σου.

Αυτός ο προσωπικός τόνος καθιστά τον αναγνώστη συνένοχο και συγγενή σε κάθε ποιητική πτήση προς προσεκτικώς επιλεγμένες «μετα-φυσικές» καταστάσεις, όπου ο θάνατος εκλαμβάνεται με τον αρχαιολογικό τρόπο απλώς ως απουσία κι ως λύτρωση του πεθαμένου, ενώ η μόνη του διαφορά με εμάς είναι ότι δεν μπορεί να ξαναδεί τον ίδιο ήλιο του Επάνω Κόσμου (υπονοώντας ίσως την ύπαρξη ενός άλλου ήλιου, λιγότερο λαμπρού, στον Κάτω Κόσμο, τον «ήλιο του μεσονυκτίου» μήπως από τα ελευσίνια μυστήρια;).

Το σίγουρο είναι ότι δεν χάνεις αν επιμείνεις στην ανάγνωση, παρά τον στρυφνό γλωσσικό κώδικα και τη λογιοσύνη του Νίκου Κατσαλίδα, γεννημένου στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου Αγίων Σαράντα.

Δεν θέλω να παραθέσω αποσπάσματα για να μην αδικήσω τη ρυθμική σύνθεση όλου του κειμένου, αφού δεν λειτουργεί κανένα από αυτά αυτόματα (ο πονοκέφαλος του καλού ανθολόγου). Ναι, με αυτό θέλω να πω πως πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση σε διακριτά μέρη μεν, τα οποία όμως δεν νοούνται αποκομμένα από τον οργανισμό, τον οποίον τροφοδοτούν ως ζωτικά όργανα, ξεκομμένα κι αποσπασμένα βιαίως από το «σώμα» στο οποίο ανήκουν. Εν τέλει, ας πάψουμε να λειτουργούμε ως ανατόμοι κι ας απολαμβάνουμε την αληθινή, γάργαρη κι αναβλύζουσα ποίηση ως συλλειτουργοί στο μνημόσυνο της αενάως ανατροφοδοτουμένης ελληνικής γλώσσης.

Και μόνον για τη βαθιά γνώση και τον τολμηρό χειρισμό της ελληνικής γλώσσας θα άξιζε να μελετηθεί το βιβλίο αυτό, ως κιβωτός λέξεων, ήχων, τονισμών και προσωδιών που τείνουν να χαθούν στην παραλογισμένη τεχνολογική-υλιστική μας πραγματικότητα.