Η αρτιότητα της μικρής φόρμας

Η μικρή φόρμα έχει δυσκολίες, για την ακρίβεια πολύ περισσότερες δυσκολίες από το μυθιστόρημα. Πρέπει να γίνουν αντιληπτά όσα ο συγγραφέας θέλει να εκφράσει, ο λόγος να είναι περιεκτικός και η πλοκή ολοκληρωμένη. Αντιθέτως, στο μυθιστόρημα μια μέτρια πλοκή μπορεί να καλυφθεί από ωραία γλώσσα και αντιστρόφως. Και ο Tobias Wolff είναι από τους καλύτερους διηγηματογράφους που τα έργα τους έχουν φτάσει στα χέρια μου.

«Η χαρά του πολεμιστή» είναι ο τίτλος της παρούσας συλλογής, η οποία δανείζεται τον τίτλο από ένα διήγημα, και περιλαμβάνει δέκα ιστορίες. Στην πρώτη, τρεις φίλοι πηγαίνουν για κυνήγι, καθώς οι δύο κάνουν bullying στον τρίτο, ώσπου ο ένας θα βρεθεί αιμόφυρτος από τη σφαίρα φίλου του. Στο δεύτερο διήγημα συναντούμε έναν καθηγητή που θεωρεί εαυτόν ανεπηρέαστο από πειρασμούς και κοινωνικούς συμβιβασμούς, καθάριο, με αυτοπεποίθηση και στοιχεία ναρκισσιστικά, έως τη στιγμή που θα γίνει, με τον δικό του δυσπροσάρμοστο τρόπο, εκείνο που χλεύαζε. Στο τρίτο παρακολουθούμε έναν γιο που λέει διαρκώς ψέματα και πώς αυτή η ικανότητά του επηρεάζει το περιβάλλον του. Μια δύσκολη νύχτα σ’ ένα στρατόπεδο όπου τα νεύρα και η ψυχολογία κινούνται σε οριακά επίπεδα αποτελούν την πλοκή της τέταρτης ιστορίας. Στην πέμπτη, δυο ζευγάρια κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ακροβάτες της ίδιας της ζωής. Η έκτη ιστορία έχει ως κεντρικό ήρωα έναν άντρα που γράφει νεκρολογίες σε τοπική εφημερίδα και χάνει τη δουλειά του όταν δημοσιεύει τη νεκρολογία ενός ανθρώπου που δεν έχει πεθάνει. Στην έβδομη, ένας πατέρας μαζί με τον γιο του βρίσκονται για διακοπές σε χειμερινό θέρετρο. Οι γονείς είναι εν διαστάσει και ο πατέρας πρέπει να γυρίσει τον γιο στη μητέρα του για το εορταστικό τραπέζι, όμως ο δρόμος έχει κλείσει από την κακοκαιρία. Η όγδοη μάς μεταφέρει στο κατάστημα μιας τράπεζας την ώρα που μια ληστεία λαμβάνει χώρα, ενώ ένας πελάτης δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του. Στην ένατη, παρατηρούμε τη σχέση ενός σκυλιού με έναν άντρα, καθώς έχουν απομείνει οι δυο τους μετά τον θάνατο της γυναίκας, αφεντικίνας του πρώτου, συντρόφου του δεύτερου. Τέλος, στη δέκατη ιστορία αποτυπώνονται οι σκέψεις ενός νεαρού, έχοντας δίπλα του στο κρεβάτι την αγαπημένη του, κάποιο βράδυ που έχει μείνει άγρυπνος.

Ο Tobias Wolff είναι έξοχος διηγηματογράφος, χειριστής της γλώσσας, διαχειριστής του υλικού του, μαέστρος στις υφολογικές εκφράσεις του. Τα διηγήματα κινούνται άλλοτε σε τριτοπρόσωπη αφήγηση και άλλοτε σε πρωτοπρόσωπη. Κάθε πρόταση δομείται από αρχή, μέση και τέλος, ενώ ο συγγραφέας μπορεί άρτια να αφηγηθεί μια ολόκληρη ιστορία σε λίγες μόνο λέξεις. Ο λόγος του μεστός και συμπυκνωμένος, με ελλειπτική διάθεση και νοηματική περιεκτικότητα.

Το ύφος του συγγραφέα διαπνέεται από μια νηνεμία, (που επικρατεί) πριν από την καταιγίδα. Μόνο που την καταιγίδα δεν την παραθέτει στις γραμμές του κειμένου, αλλά πετάει τη σπίθα αφήνοντας τον αναγνώστη να διαμορφώσει την ένταση και την έκταση του ξεσπάσματος. Τα γεγονότα των ιστοριών κινούνται στο χείλος του γκρεμού, άλλοτε κατακρημνίζουν τους ήρωες και άλλοτε τους ωθούν να πατήσουν καλύτερα στο έδαφος. Οι μινιμαλιστικές περιγραφές του Wolff διαθέτουν στοχαστικό ρεαλισμό, πραότητα, αποκλιμάκωση από οποιαδήποτε επιβεβλημένη ένταση. Η ψυχολογική καταβύθιση του συγγραφέα στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, στην πολυπλοκότητα και τη διαφορετικότητά της, είναι αφοπλιστικά ρεαλιστική, ειλικρινής, βαθιά ανθρώπινη. Οι τελευταίες λέξεις κάθε διηγήματος είναι ο κύκλος που ολοκληρώνεται, που δίνει υπόσταση σε όσα προϋπήρξαν και σ’ εκείνα που έπονται.

Από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων που έχω διαβάσει, ενώ εξαιρετική είναι η μετάφραση του Τάσου Αναστασίου και του Γιάννη Παλαβού, αλλά και η καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Ίκαρος.