Η γυναίκα που δεν υπήρχε
Έφτιαξα ένα μοντέλο από σένα,
έναν άντρα με μαύρα και ύφος Meinkamph
Σύλβια Πλαθ
Στις 30 Απριλίου 1945 (λίγες ώρες πριν από τη ”Βαλπουργία νύχτα”, την παραμονή δηλαδή της Πρωτομαγιάς), η 33χρονη Εύα Μπράουν ακολούθησε τον Αδόλφο Χίτλερ στο θάνατο, αυτοκτονώντας μαζί του μέσα στο καταφύγιο όπου κρύβονταν στο πολιορκούμενο και έτοιμο να αλωθεί από τους Ρώσους Βερολίνο. ”Πέθανε όπως έζησε”, σύμφωνα με μια από τις τελευταίες φράσεις της, απόλυτα αφοσιωμένη για δεκατέσσερα χρόνια στον εραστή της Αδόλφο και τον Φύρερ της Χίτλερ: δεκατέσσερα χρόνια, όπου εκείνος αρνούνταν όχι μόνο να εμφανιστεί μαζί της δημοσίως, αλλά ακόμα και το γεγονός ότι είναι ερωμένη του – επισήμως ήταν μία ακόμα από τις γραμματείς του.
Η Ιστορία δεν υπήρξε ευγενική με την Εύα Μπράουν: η παρουσία της και ο ρόλος της δίπλα στον Χίτλερ είτε αγνοήθηκε πλήρως είτε υποτιμήθηκε από τους άντρες ιστορικούς, οι οποίοι ασχολήθηκαν μαζί της σαν να ήταν ένα επιπόλαιο, άμυαλο και φιλόδοξο θηλυκό που ήλπιζε ματαίως ότι θα γίνει η ”Πρώτη Κυρία” του γερμανικού ράιχ που ονειρεύονταν οι Ναζί. Η δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης Angela Lambert επιχειρεί με την παρούσα βιογραφία να φωτίσει τη ζωή, την ψυχολογία αλλά και το μερίδιο ευθύνης της Μπράουν για τις ναζιστικές θηριωδίες. Βασισμένη στις μαρτυρίες συγγενικών και φιλικών της προσώπων, στα φωτογραφικά άλμπουμς με τις χιλιάδες φωτογραφίες που εκείνη είχε τραβήξει (είχε εκπαιδευτεί και εργαζόταν ως φωτογράφος) και στις λίγες σελίδες που έχουν σωθεί από το προσωπικό της ημερολόγιο που η Lambert κατόρθωσε να διαβάσει, ανασυνθέτει το παζλ της ”χαμένης ζωής της Εύας Μπράουν”.
Το ογκώδες πόνημα ξεκινά από τα παιδικά χρόνια της Μπράουν, αφηγείται την πρώτη της συνάντηση σε ηλικία 17 ετών, με τον Χίτλερ, ερευνά όλες τις πτυχές (ψυχολογικές, ερωτικές, πρακτικές) της σχέσης τους και φτάνει μέχρι την αυτοκτονία τους, μια μέρα μετά τον πολιτικό τους γάμο. Παράλληλα, παρουσιάζει επαρκώς όλο το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του γερμανικού κράτους, πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναζητώντας τα γεγονότα και τις δομές που οδήγησαν χιλιάδες πολίτες να λατρέψουν μέχρις υστερίας τον Χίτλερ, ενώ ερευνά και τη θέση των γυναικών στη ναζιστική Γερμανία.
Ο τρόπος που η συγγραφέας χειρίζεται το υλικό της δεν είναι εκείνος του αντικειμενικού ιστορικού ερευνητή (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο): είναι ανθρώπινος, αναζητώντας το ρόλο του ατόμου και των προσωπικών του επιλογών σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα, αλλά κυρίως είναι γυναικείος. Η Lambert προσπαθεί πρώτα ως γυναίκα και κατόπιν ως ερευνήτρια να κατανοήσει πώς μια νέα και ελκυστική κοπέλα που δεν υπήρξε ποτέ φανατική ναζίστρια ή ρατσίστρια, εγκατέλειψε οικειοθελώς ό,τι θα μπορούσε να ονειρευτεί για τη ζωή της, για να γίνει ”μια παραγνωρισμένη σκιά” πίσω από έναν σημαντικό αλλά ταυτόχρονα απεχθή άντρα. Φυσικά η προσωπικότητα του Χίτλερ είναι πανταχού παρούσα στο βιβλίο, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ανακαλύψει επίσης την ανθρώπινη πλευρά (όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο), ενός από τους πιο αιματοβαμμένους ηγέτες.
Η γραφή της Lambert ισορροπεί σωστά ανάμεσα στο συναίσθημα και την απαραίτητη αποστασιοποίηση από τα γεγονότα και τα πρόσωπα, ενώ η γλώσσα του κειμένου, καλά μεταφρασμένη στα ελληνικά, δεν δημιουργεί καμία δυσκολία. Οι επαρκείς σημειώσεις της συγγραφέως και της μεταφράστριας, καθώς και το πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, συμπληρώνουν την πολύ καλή έκδοση και τεκμηριώνουν τη βιογραφία.
Κλείνοντας θα ήθελα να διευκρινίσω, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι δεν πρόκειται για μια προσπάθεια ”αγιοποίησης” ή εξιλέωσης της Εύας Μπράουν: αυτό που η συγγραφέας επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνει είναι να δώσει φωνή σ’ ένα βουβό πρόσωπο της Ιστορίας. Μέσα από τις 500 και πλέον σελίδες του βιβλίου, η Εύα Μπράουν ανασύρεται από την ανυπαρξία, στην οποία την καταδίκασε τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον η απόλυτη αφοσίωσή της στον Αδόλφο Χίτλερ…