«Καλό θα ήταν να μη γίνει και πολύς λόγος για αίμα, καθότι μόνο απολύτως αναγκαίες διαφορές επιπέδων πρέπει να θεωρηθούν αναπόφευκτες, οπότε θα παραπέμψω στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, σε ταινίες τρόμου και μιούζικαλ ανάλογου ύφους· αν πρέπει κάτι να ρεύσει εδώ, αυτό δεν είναι το αίμα» (σελ. 22).

Ο Heinrich Theodor Böll (Χάινριχ Μπελ) γεννήθηκε το 1917 στην Κολωνία και πέθανε το 1985 στη Βόννη και ήταν ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της μεταπολεμικής Γερμανίας. Για το συνολικό του έργο τιμήθηκε με πολυάριθμες διακρίσεις, μεταξύ άλλων το 1967 με το βραβείο Georg Büchner και το 1972 με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γόνος καθολικής και αντιμιλιταριστικής οικογένειας, εναντιώθηκε στην άνοδο του ναζισμού και αρνήθηκε να προσχωρήσει στη Χιτλερική Νεολαία τη δεκαετία του 1930. Μαθήτευσε σε ένα βιβλιοπωλείο, πριν σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Στρατολογήθηκε αναγκαστικά από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Wehrmacht) από το 1939 έως το 1945 και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Πολωνία, στη Γαλλία, στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία και στη Σοβιετική Ένωση. Το 1942 παντρεύτηκε την Annemarie Cech με την οποία απέκτησε τρεις γιους. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τραυματίστηκε τέσσερις φορές, ώσπου συνελήφθη από τις Αμερικανικές Δυνάμεις τον Απρίλιο του 1945 και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Μεταπολεμικά επέστρεψε στην Κολωνία, εγκατέλειψε την οικογενειακή επιχείρηση και ρισκάροντας, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Θεωρείται από τους πρωταρχικούς εκπροσώπους του μεταπολεμικού ρεαλισμού της “Trümmerliteratur(λογοτεχνία των ερειπίων). Δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα το 1947, και το 1949 το πρώτο του μυθιστόρημα “Der Zug war pünktlich” (“The Train Was on Time”). Ακολούθησαν πολλά άλλα διηγήματα, δοκίμια και εξαιρετικά επιτυχημένα μυθιστορήματα .

Ειρηνιστής και σοσιαλδημοκράτης και παρά την αναγνώρισή του ως η φωνή της συνείδησης της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας και την αντιπολεμική στάση του, εντούτοις η αντικομφορμιστική συμπεριφορά, η δηκτική σάτιρα και η πολεμική του απέναντι τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στο σοβιετικό καθεστώς, έγιναν αιτία να επικριθεί δριμύτατα από τους συντηρητικούς κύκλους διεθνώς. Από το 1971 έως το 1973 διετέλεσε πρόεδρος του PEN-International (Παγκόσμια Ένωση Συγγραφέων), ενώ το εν λόγω σύντομο μυθιστόρημα μεταφέρθηκε επιτυχώς στην έβδομη τέχνη το 1975 αποσπώντας το Βραβείο Κριτικών Κινηματογράφου Γερμανίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο συγγραφέας τιμήθηκε «για τη γραφή του που, χάρη στον συνδυασμό της ευρείας προοπτικής της εποχής του και της ευαίσθητης ικανότητας στον χαρακτηρισμό, συνέβαλε στην ανανέωση της γερμανικής λογοτεχνίας».

Βρισκόμαστε στη γενέθλια πόλη του συγγραφέα, την Κολωνία, τον Φεβρουάριο του 1974, όπου ζει φιλήσυχα η αξιοπρεπής εικοσιεπτάχρονη Καταρίνα Μπρέτλο, το γένος Μπλουμ (Katharina Blum, το μικρό όνομα δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς προέρχεται από την ελληνική λέξη «κάθαρσις» υπονοεί ο συγγραφέας την καθαρή, την αγνή), η οποία εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του δικηγόρου δόκτωρ Χούμπερτ Μπλόρνα. Το βιβλίο εξιστορεί τέσσερις ημέρες από τη ζωή της ηρωίδας και συγκεκριμένα από τις 20 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1974, η οποία μετά από πολλές δυσκολίες, κατόρθωσε να σπουδάσει οικιακή οικονομία και έκανε έναν αποτυχημένο γάμο με τον εργάτη υφαντουργίας Βίλχελμ Μπρέτλο. Κατά την πρώτη νύχτα του καρναβαλιού Weiberfastnacht (αποκριάτικη νύχτα γυναικών, κάτι ανάλογο με την Τσικνοπέμπτη), σε ένα πάρτι, η Καταρίνα ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον Λούντβιχ Γκέτεν (Ludwig Götten, το επώνυμο δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς προέρχεται από τη γερμανική λέξη Gott, Θεός υπονοεί ο συγγραφέας τον θεϊκό).Περνά τη νύχτα μαζί του, αν και πρόκειται για μία εφήμερη σχέση.

Η ηρωίδα όμως δεν γνωρίζει ότι ο Λούντβιχ είναι καταζητούμενος κακοποιός από την Αστυνομία ως κατηγορούμενος για ληστεία τράπεζας και ύποπτος φόνου και άλλων αδικημάτων. Το επόμενο πρωί οι αστυνομικοί εισβάλλουν στο σπίτι της, μαζί με φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ενώ η Καταρίνα βοηθάει τον Λούντβιχ να διαφύγει τη σύλληψη, η ίδια συλλαμβάνεται, ανακρίνεται, φωτογραφίζεται, σέρνεται στη λάσπη, στη συκοφαντία, στα αναίσχυντα και ανυπόστατα ψεύδη και εξευτελίζεται, καθώς όλο το παρελθόν της παραλλάσσεται και επινοείται από την αρχή με τις πιο ζοφερές και αναληθείς εκδοχές του. Η φτωχή, μόνη, διαζευγμένη και αβοήθητη γυναίκα είναι εύκολος στόχος. Το διαζύγιό της ερμηνεύεται ως ηθικό έλλειμμα, ενώ κατηγορείται ανηλεώς από τον Τύπο ότι είναι επιρρεπής σε επιπόλαιες σαρκικές σχέσεις και σε σχέσεις με παντρεμένους. Πρωτοστάτες στον προσωπικό, ηθικό, ψυχικό και κοινωνικό διασυρμό της είναι ο φωτορεπόρτερ Άντολφ Σένερ και ο δημοσιογράφος Βέρνερ Τέτγκες (Werner Tötges, το επώνυμο δεν επιλέχθηκε τυχαία, καθώς προέρχεται από τη γερμανική λέξη tot, νεκρός υπονοεί ο συγγραφέας τον πεθαμένο). Πώς θα αντιδράσει η ανήμπορη ηρωίδα, μόνη απέναντι στη χιονοστιβάδα ψευδών αποκαλύψεων, στις άδικες κατηγορίες μιας κοινωνίας ολόκληρης, του Τύπου και των Αρχών, στον ψυχολογικό βιασμό, στη λεκτική κακοποίηση, στη συναισθηματική βία και στον σεξισμό και στις ταξικές διακρίσεις; Ίσως όχι όπως θα περίμενε κανείς, αν επρόκειτο για οποιονδήποτε άλλον συγγραφέα.

Το βιβλίο ξεκινάει με το αξιόλογο σύντομο προλογικό σημείωμα της συγγραφέως Σώτης Τριανταφύλλου. Στις σελίδες αυτές συστήνεται στον αναγνώστη ο σατιρικός, ειρωνικός και αντικομφορμιστικός κόσμος, η συμπυκνωμένη γραφή και η αυστηρή πρόζα του συγγραφέα. Επίσης, καταδεικνύεται πόσο επίκαιρο παραμένει το έργο ειδικά στη σημερινή εποχή της ψευδολογίας, της συκοφαντίας, των fake news, του συγκερασμού παραπληροφόρησης και λαϊκής ψυχαγωγίας και της αισθητικής του tabloid, όπως παραστατικά τη χαρακτηρίζει η συγγραφέας. Επίσης, το περιεκτικό προοίμιο διαφωτίζει τον αναγνώστη σχετικά με την καταλυτική σημασία του εύγλωττου υπότιτλου του βιβλίου («Πώς μπορεί να γεννηθεί και πού μπορεί να οδηγήσει η βία»).

Το έργο αποτελείται από 58 εξαιρετικά σύντομα αλλά εξόχως άρτια πυκνογραμμένα κεφάλαια. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει χωρίς το παραμικρό ίχνος πλατειασμού, με ολική έλλειψη συναισθηματικής φλυαρίας και δίχως ψήγματα μελοδραματικών αποκλίσεων να ταυτίσει τον αναγνώστη με την πρωταγωνίστρια, η οποία υπονομεύεται από ένα ολόκληρο σύστημα γύρω της και ασφυκτιά υπό το βάρος του, και να τον καταστήσει κι εκείνον ένα εξιλαστήριο θύμα της κοινωνίας, της κοινής γνώμης ευρύτερα, των κρατικών εξουσιών και του Τύπου. Πρωτίστως όμως, επιχειρεί με τον μοναδικό του τρόπο να αφυπνίσει τον πολίτη σχετικά με τους τρόπους δημιουργίας της βίας, και ακόμη περισσότερο τις καταστάσεις στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η βία. Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε στη σειρά «Μεγάλες Αφηγήσεις» του εκδοτικού οίκου ως έργο-ορόσημο της παγκόσμιας πεζογραφίας που έσπασε το φράγμα του χρόνου και διαβάζεται ως μέρος μιας συναρπαστικής επικαιρότητας που αφορά όλους. Σημαντική συνεισφορά στην απόδοση του κειμένου αποτελεί όχι μόνο το μεταφραστικό έργο του Δημήτρη Δημοκίδη, αλλά και οι επεξηγηματικές του υποσημειώσεις σχετικά με τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα και τα πολιτισμικά στοιχεία της χώρας, στην οποία διαδραματίζεται η πλοκή.