Για την ελευθερία και την ευθύνη του καθενός
Ο Ρόδης Ρούφος-Κανακάρης (1924-1972) γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από την Πάτρα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την περίοδο της γερμανικής κατοχής και εντάχθηκε στην οργάνωση ΡΑΝ. Στη συνέχεια βγήκε στα βουνά της Ηπείρου με τον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα. Το 1949 εντάχθηκε στη διπλωματική υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών. Υπηρέτησε στη Βιένη, τη Λευκωσία (όπου μυήθηκε στους κύκλους της ΕΟΚΑ), το Λονδίνο και το Παρίσι. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών προκάλεσε την απόλυσή του από το υπουργείο Εξωτερικών και ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 48 ετών από καρκίνο. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε, με το ψευδώνυμο Ρόδης Προβελέγγιος, το 1954 με το μυθιστόρημα «Η ρίζα του μύθου», πρώτο μέρος της τριλογίας «Χρονικό μιας σταυροφορίας» εμπνευσμένο από τις εμπειρίες του στο βουνό, Το δεύτερο μέρος με τίτλο «Πορεία στο σκοτάδι» τιμήθηκε το 1956 με το βραβείο Ουράνη. Το τρίτο μέρος, «Η άλλη όχθη», εκδόθηκε το 1958. Ακολούθησαν άλλα δύο μυθιστορήματα, «Η χάλκινη εποχή» και «Οι Γραικύλοι». Η «Χάλκινη εποχή» πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά με τον τίτλο «The Age of Bronze» to 1960. Γράφτηκε ως απάντηση στα «Πικρολέμονα» του Λόρενς Ντάρελ που είχε κυκλοφορήσει τρία χρόνια νωρίτερα και έβλεπε τους Κύπριους και τον αγώνα τους για ελευθερία από τη σκοπιά του Βρετανού κυρίαρχου του νησιού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά, σε μετάφραση του ίδιου του Ρούφου, από τις εκδόσεις Εστία. Το παρόν βιβλίο είναι επανέκδοση εκείνου του κλασικού έργου σε μονοτονικό σύστημα και συμπεριλαμβάνει το κεφάλαιο που αφαιρέθηκε από την 1η έκδοση, το οποίο αναφέρεται στον Ντάρελ και στα «Πικρολέμονα». Περιλαμβάνει, επίσης δύο κείμενα από τον David Roesseil και τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο.
Το «μυθιστόρημα του Κυπριακού Αγώνα», όπως επιγράφεται η «Χάλκινη εποχή», είναι η ιστορία του Αλέξη Μπαλαφάρα, ενός νεαρού Κύπριου καθηγητή που έπειτ΄ από χρόνια παραμονής στην Ελλάδα και το εξωτερικό επιστρέφει το 1954 στην Κύπρο για να διδάξει στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Κι εκεί «μυείται» από τους μαθητές του στον απελευθερωτικό αγώνα κατά της βρετανικής κατοχής που ξεσπά την 1η Απριλίου 1955. Ο Αλέξης, αν και έχει προηγούμενη εμπειρία ως αντάρτης στην ελληνική Αντίσταση, διστάζει στην αρχή να ενωθεί με αυτό το πρωτόγνωρο για την πατρίδα του ρεύμα που γεννιέται και εξαπλώνεται γρήγορα από τις νεότερες γενιές. Όπως και άλλοι διανοούμενοι, καθώς και η κυπριακή αστική τάξη, συναναστρέφεται τους Άγγλους, όπως τον φιλέλληνα δοκιμιογράφο Χάρρυ Μόνταγκιου, διορισμένο στην Κύπρο από το Γραφείο Παιδείας, και τον πρώην αξιωματικόΤζούλιαν Μπλάκγουντ, διοικητή της επαρχίας της Κερύνειας. Ο τελευταίος είναι παντρεμένος με Ελληνίδα, τη Σύλβια, με την οποία ο Αλέξης θα συνάψει σχέση. Αλλά ο Βίας, η Μαρία, ο Λευτέρης, ο Ευαγόρας και άλλοι μαθητές του, θα τον κερδίσουν στον αγώνα που δίνουν για την Ένωση. Κι από ένας συγκρατημένος φιλόλογος, που τίποτα στην εξωτερική του εμφάνιση δεν μαρτυρά τη φλόγα που καίει μέσα του, περνά στην παρανομία και γίνεται αντάρτης, διοικητής μιας ομάδας νεαρών μαχητών της ΕΟΚΑ μέχρι που συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά και οδηγείται στην αγχόνη – όπως κι οι μαθητές του πριν απ΄ αυτόν.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ιστορία του Αλέξη εγκιβωτισμένη στην αφήγηση του συγγραφέα με το όνομα Δίων. Αυτός ήταν συμφοιτητής του Αλέξη και βρέθηκε μαζί του τον πρώτο καιρό στην Κύπρο, όπου υπηρέτησε ως διπλωματικός υπάλληλος. Ο Δίων διαβάζει το χειρόγραφο που ο Αλέξης κατάφερε να του στείλει πριν τον πιάσουν, μαζί με την Νταίζη, συνάδελφο του Αλέξη στο Ελληνικό Γυμνάσιο και φίλη των δύο ανδρών. Η εγκιβωτισμένη πρωτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται από τους «διαλόγους» του Δίωνα και της Νταίζης που δίνουν την ευκαιρία στο συγγραφέα να αναπλάσει σκηνές τις οποίες ο αρχικός αφηγητής ηθελημένα παρέλειψε. Ο Δίων και η Νταίζη διαβάζουν το κείμενο, ενώ οι ώρες μετρούν αντίστροφα για την εκτέλεση του Αλέξη.
Ο συγγραφέας-Αλέξης χρησιμοποιεί ως σύμβολο το άγαλμα «Η Χάλκινη Εποχή» του Ροντέν. Βλέπει τους μαθητές του ως ωραίες μορφές που σμιλεύονται από ιδανικά τα οποία ξαναζωντανεύουν στην Κύπρο έπειτ’ από αιώνες σκλαβιάς. Και βλέπει επίσης τον εαυτό του ως έναν από τους γλύπτες αυτών των ψυχών για τις οποίες αισθάνεται υπεύθυνος: «Ήταν έξοχα αυτά τα παιδιά της Πέμπτης Γυμνασίου: έξοχα δείγματα νεαρού ανδρισμού στο γυμναστήριο, ευαίσθητα και δεκτικά μυαλά στο θρανίο. Από κάθε άποψη καλύτεροι από τους πατέρες τους. Μια καινούρια ελληνική κυπριακή γενιά όλο φλόγα, τόλμη κα ιδανικά. Μια ράτσα νέα κα γεμάτη υποσχέσεις μετά από μακρόχρονο λήθαργο, σαν εκείνη που συμβολίζει η Χάλκινη Εποχή του Ροντέν. Κι ο μόνος τους σκοπός και ιδεολογία, η μαγική λέξη πούδινε φτερά στη φαντασία τους, την ευγένεια αρχαίων κούρων στη στάση τους και νόημα στη ζωή τους, ήταν η Ένωση – Ένωση με την Ελλάδα, ελληνική ελευθερία. Καθαρός, αμάλαγος εθνικισμός σαν του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η κινητήρια δύναμή τους. Αυτός μονάχος εξουδετέρωνε τις διαλυτικές επιδράσεις και τους εύκολους πειρασμούς της αποικιακής ζωής: την έλλειψη ευθύνης, το ραγιαδισμό, την παραδοπιστία και την πονηριά του ξετσίπωτου, ξεριζωμένου Λεβαντίνου» (σελ. 34).
Για τον σύγχρονο αναγνώστη, πέρ’ από τα γεγονότα και την εξέλιξη της πλοκής, ενδιαφέρον έχει ίσως η εσωτερική μεταστροφή του ήρωα από άνθρωπο της θεωρίας σε άνθρωπο της δράσης. Κι όμως: ακόμα και τότε, οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί δεν τον εγκαταλείπουν. Ελπίζει πάντα πως μια πολιτική λύση θα βρεθεί για να σταματήσει η αιματοχυσία, Κι όλ΄ αυτά, ενώ οι νεαροί πρώην μαθητές του έχουν δοθεί ολόψυχα στον Αγώνα. Η συνομιλία του με τον Άγγλο ανακριτή, που προσπαθεί να τον πείσει ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Κύπρου να εγκαταλείψει τον αγώνα για ελευθερία και να παραμείνει υπό βρετανική κυριαρχία σε μια πολιτισμένη Ευρώπη (σελ. 230-231), αντί να βολοδέρνει στα θολά νερά ενός αυτεξούσιου μέλλοντος, παραμένει μέχρι τις μέρες μας τραγικά επίκαιρη.