Η ζωή στη σκιά της ζωής

Ανοίγοντας το βιβλίο με το απλωμένο σεντόνι στο εξώφυλλό του, ο αναγνώστης βρίσκεται σε μια αυλή της μεταπολεμικής Αθήνας, με ανοιχτές ακόμα πληγές από τον Εμφύλιο. Η ηρωίδα του, η Αλεξάντρα, πλύστρα για τις ανάγκες της βιοπάλης, λες και κάθεται δίπλα του, με σάρκα και οστά, να ξαποστάσει από τη δουλειά κι αρχίζει να του αφηγείται τη ζωή της: τα βάσανα της καθημερινότητας, τις μεγάλες πίκρες της, τις φτενές χαρές της και έναν έρωτα που κράτησε λίγο, αλλά φώτισε τη ζωή της για πάντα.

Η ολοζώντανη αυτή ηρωίδα με την «πιπεράτη» γλώσσα, διά χειρός της καταξιωμένης διεθνώς στο χώρο της γλυπτικής κεραμικής, Μάρως Κερασιώτη, δεν γνωρίζω αν είναι αληθινό πρόσωπο ή προϊόν μυθοπλασίας, αλλά έχει τόσο καθαρή φωνή και τόσο πειστικό λόγο, που νόμιζα στο τέλος της αφήγησης ότι την έχω συναντήσει και μου έχει εξιστορήσει τα όσα διάβασα, προφορικά, πρόσωπο με πρόσωπο. Ίσως γιατί γυναίκες σαν κι αυτήν τις έχω πράγματι γνωρίσει, μέσω της γιαγιάς μου που έζησε χρονικά την ίδια περίοδο και αγαπούσε να μας λέει ιστορίες από εκείνες τις εποχές, αλλά και γιατί η δύναμη της γραφής, που ρέει σαν ποταμός, «γεννά» την ηρωίδα στη σύγχρονη πραγματικότητα.

Οι χαρακτήρες της γειτονιάς όπου η Αλεξάντρα ξενοπλένει, αλλά και τα περιστατικά στην καθημερινότητα μιας Αθήνας που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και κρύβει όπως όπως το τραυματισμένο σώμα της κάτω από μία επίφαση κανονικής ζωής, είναι ένα ακόμα δυνατό σημείο του βιβλίου. Όμως εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο είναι ο έρωτάς της, στα πίσω πίσω, με τον «Μεταφορέα» της: ένας έρωτας γήινος και τσαλακωμένος από το φορτίο μίας ζωής στη σκιά της ζωής, αλλά όλο φως και ζεστασιά ανθρώπινη. Η εικόνα μιας Αλεξάντρας ευτυχισμένης πάνω στη μηχανή, στη μοναδική τους εκδρομή στη θάλασσα, είναι αυτή που κράτησα από το βιβλίο και σχεδόν νομίζω ότι αυτή η φωτογραφία της είναι υπαρκτή στο κουτί με τις φωτογραφίες των δικών μου προγόνων.