Η μοναξιά του ελεύθερου πνεύματος

Τα τελευταία χρόνια τείνουμε να ταυτίζουμε τα δυστοπικά μυθιστορήματα με τη νεανική λογοτεχνία, μια εντελώς λανθασμένη άποψη. Άλλωστε, δυστοπικό δεν είναι και το «1984» του Orwell ή «Η ιστορία της πορφυρής δούλης» της Atwood; Το μέλλον, αυτό το τρομαχτικό, άγνωστο μέλλον που κάποιοι το φοβούνται και κάποιοι το προσδοκούν, γίνεται στη λογοτεχνία μία εξαιρετική φόρμα για να μπορέσει ο συγγραφέας να εκφράσει τον προβληματισμό του κυρίως για το παρόν, για όσα προετοιμάζουν την έλευση του μετά…

Μια τέτοια δυστοπική ιστορία είναι και «Η μπαλάντα της Λίλας Κ.» της Γαλλίδας Blandine Le Callet. Η ιστορία τοποθετείται στις αρχές του 22ου αιώνα –γεγονός που το αντιλαμβάνεσαι αρκετά αργά στο μυθιστόρημα– σε ένα Παρίσι που διαιρείται σε δύο κομμάτια. Στο πλούσιο, περιφρουρημένο και υπό συνεχή παρακολούθηση (μέσω καμερών ακόμα και εντός σπιτιών) τμήμα και στη Ζώνη, την υποβαθμισμένη και φτωχή περιοχή. Η μετακίνηση ανάμεσα στα δύο τμήματα γίνεται με ειδικές άδειες. Η Λίλα Κ. είναι έξι χρονών όταν αστυνομικοί την παίρνουν από τη μητέρα της, η οποία την παραμελούσε σε εγκληματικό βαθμό, και τη μεταφέρουν σε ένα κέντρο στόχος του οποίου είναι να αποκαταστήσει την υγεία της και να την επανεντάξει στην κοινωνία. Η αρχική αντίδραση του κοριτσιού είναι αρνητική, καθώς αποζητά τη μητέρα της. Καθώς περνούν τα χρόνια την εκπαίδευσή της αναλαμβάνει ο κύριος Κάουφμαν, ένας αντισυμβατικός δάσκαλος που ενισχύει την ανάγκη της για ελεύθερη σκέψη και της μαθαίνει να αγαπά το τυπωμένο βιβλίο – τα βιβλία είναι πλέον ψηφιοποιημένα και η έντυπη μορφή τους θεωρείται εστία μικροβίων! Όταν αργότερα όμως οι μέθοδοι του κυρίου Κάουφμαν κρίνονται ακατάλληλες, τον απομακρύνουν από τη Λίλα Κ. και δάσκαλός της γίνεται ο συμβιβασμένος με την πραγματικότητα Φερνάν. Στα δεκαοκτώ της η Λίλα Κ. φεύγει από το κέντρο, πιάνει δουλειά στη Βιβλιοθήκη και αρχίζει –παράνομα– να ψάχνει τη μητέρα της. Τα όσα ανακαλύπτει κλονίζουν για άλλη μια φορά την ψυχική της ισορροπία.

Όλη η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Λίλας Κ. και χρειάζεται να φτάσει ο αναγνώστης στη μέση του βιβλίου για να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται απλά για μια αυτοβιογραφική διήγηση, αλλά για ένα γράμμα… ένα γράμμα της Λίλας Κ. προς τον άνθρωπο που έχει ερωτευτεί, αυτόν που ενίσχυσε την ανάγκη της για ελεύθερη σκέψη και ανεξαρτησία και που ρίσκαρε τα πάντα για να της δώσει το μοναδικό πράγμα που επιθυμούσε: την αλήθεια για τη μητέρα της. Γιατί «Η μπαλάντα της Λίλας Κ.», πέρα από ένα δυστοπικό μυθιστόρημα –με ανατριχιαστικές εικόνες ελέγχου και περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου–, είναι και μια ιστορία ενηλικίωσης και αναζήτησης του εαυτού, καθώς η εξαιρετικά ευφυής ηρωίδα γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να ζήσει πραγματικά εάν δεν μάθει την ιστορία της μητέρας της.

Ασφυκτικές εικόνες και καταστάσεις, νευρώδης λόγος και μια πνοή αγωνιστικότητας, έστω παράνομης ή απλά κρυφής, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα: ιστορία ενηλικίωσης, περιπέτειας και σχολιασμού στον ολοένα και αυξανόμενο έλεγχο/παρακολούθηση/περιορισμό των ελευθεριών του ατόμου. Όποια ανάγνωση του βιβλίου και αν διαλέξετε, το σίγουρο είναι ότι θα σας αποζημιώσει.