Το δράμα της ανθρώπινης κωμωδίας
Η μοίρα των «δεδομένων» βιβλίων: η φήμη τους προηγείται της σκιάς τους. Το προφανές του πράγματος μετατρέπει την ανάγνωσή τους σε πράξη εξόχως δευτερεύουσα. Φευ, εμφανίζονται κι άλλες παθογενείς καταστάσεις: να ομιλεί κανείς γι’ αυτά τα έργα αξιολογώντας ως μείζον κάτι που κανονικά θα περιοριζόταν σε στενό φιλολογικό κύκλο ή θα λειτουργούσε ως έναυσμα για λογής σκωπτικές συζητήσεις.
Ο Μίλαν Κούντερα έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα όταν η σπουδαιοφανής σύζυγος του τότε πρωθυπουργού της χώρας, Ανδρέα Παπανδρέου, θέλοντας να αποτινάξει από πάνω της τη λαϊκή «ρετσινιά», διατράνωσε την αγάπη της για τον Τσέχο συγγραφέα. Στη συνέχεια προέκυψε και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν που διάστρεψε εντελώς την ουσία και το νόημα του βιβλίου μετατρέποντάς το σε μια ερωτική μπαναλιτέ.
Δεκαετίες μετά, ο σημαντικότατος μεταφραστής και «μαχητής» υπέρ της ελληνικής γλώσσας, Γιάννης Η. Χάρης, αποφασίζει να επαναφέρει στο προσκήνιο το πλέον γνωστό μυθιστόρημα του Κούντερα («Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι») μεταφράζοντας το περιλάλητο «είναι» σε «ύπαρξη». Οι εξηγήσεις που έδωσε ο ίδιος για την απόφασή του να νοηματοδοτήσει αλλιώς τον τίτλο του μυθιστορήματος ήταν μεν αρκούντως πειστικές, ωστόσο, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν ένας εξέχων τεχνοκριτικός αποφασίσει να μετονομάσει τη Μόνα Λίζα σε «Μόνα Λιζέτα», αυτό δεν θα αλλάξει τη σπουδαιότητα του πίνακα ή την ακράδαντη σχέση που έχει αποκτήσει με το φαντασιακό της παγκόσμιας κοινότητας.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάντως, ο Κούντερα και το συγκεκριμένο βιβλίο επανέρχονται στο προσκήνιο για να αποδείξουν ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες διαφορετικές μεταφραστικές εκδοχές και αν παρουσιαστούν (σ.σ.: παρεμπιπτόντως, ο Γιάννης Η. Χάρης έκανε έξοχη δουλειά), ο συγγραφέας και το έργο του διατηρούν την αλκή και το σφρίγος τους. Στα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας, ο χρόνος δεν λειτουργεί ως εσωτερικός καταστολέας, αλλά ως ανανεωτικός χείμαρρος. Κάθε ημέρα που περνάει από πάνω τους τούς προσδίδει και από ένα βλαστάρι ομορφιάς.
Η αναδρομική εμπειρία της ανάγνωσης επιτρέπει να στοχαστεί κανείς πάνω στα καίρια ζητήματα αυτού του βιβλίου. Γύρω από την ιστορία δύο ανδρών, δύο γυναικών κι ενός σκύλου τη δεκαετία του ’70, ο Κούντερα, με το απαράμιλλο στιλ του που ερανίζεται στοιχεία από τον δοκιμιακό και τον φιλοσοφικό λόγο, δίχως όμως να χάνει τη μυθιστορηματική μαγεία, χρησιμοποιεί τη νιτσεϊκή έννοια περί «αιώνιας επιστροφής» για να μας πει ότι η ελαφρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι αποτέλεσμα της μοναδικότητάς της. Ζούμε μια φορά, δεν επανερχόμαστε για να αλλάξουμε το προσωπικό μας στόρι. Ως εκ τούτου, η ελαφρότητα είναι δομικό στοιχείο των ζωών μας. Η ίδια ελαφρότητα υπερισχύει και στα ερωτικά μας. Άλλωστε, κατά τον Κούντερα ο νόμος της τυχαιότητας είναι αυτός που διαμορφώνει τις σχέσεις μας. Μια σειρά από ατέλειωτες συμπτώσεις καθορίζουν με τον ποιον είμαστε και με ποιον μοιραζόμαστε την κλίνη και την… πάλη επ’ αυτής. Ο διάκοσμος που επιλέγει ο Κούντερα είναι ιδιαίτερος: είναι η μποέμικη ζωή στην Πράγα του τέλους της δεκαετίας του ’70. Μια πόλη, αλλά και μια χώρα που βίωσε τη μέθη της «Άνοιξης της Πράγας» για να περιπέσει στην αποστραγγιστική επίδραση που είχε η εισβολή του σοβιετικού στρατού στη χώρα. Σε όλα αυτά οφείλουμε να προσθέσουμε τις σκέψεις για την έννοια του κιτς και τη σημασία που έχει στη ζωή των ανθρώπων, την επιρροή της πολιτικής στην καθημερινότητα, τη σημασία των αποφάσεων που οφείλουμε να πάρουμε όσο βρισκόμαστε εν ζωή. Ο Κούντερα είναι ένας ηθικολόγος, αλλά δεν φέρει αδέκαστη «δορά». Οι ήρωές του πηγαινοέρχονται από τα ύψη στα βάθη. Από το θάμβος στο μέγα βάθος και από την εξύψωση στην καταβαράθρωση. Και κάπως έτσι, ωσάν ισορροπιστές του τσίρκου, αντικρίζουν τη ζωή τους με την έκπληξη που δοκιμάζει ένας νεοσσός.
Πριν καν εμφανιστεί η μεταμοντέρνα εκδοχή στη λογοτεχνία, ο Κούντερα χρησιμοποίησε όλες τις δομές του μοντερνισμού προεκτείνοντάς τον σε μια προβληματική που ξεπερνούσε την εποχή του. Η σκέψη του γύρω από τις επιπτώσεις που θα έχει στην Ευρώπη η προσπάθεια να υπάρξει μια και μόνη αλήθεια (όχι δίκην ισορροπίας αλλά επιβολής), δεκαετίες μετά τον επιβεβαιώνουν. Σε αντίθεση με τον Οιδίποδα (μέσα στο βιβλίο συχνάκις γίνεται αναφορά σε αυτόν) που όταν κατάλαβε τι έκανε αποφάσισε να τιμωρηθεί και να τυφλωθεί εκουσίως, οι σύγχρονοι ηγέτες προτιμούν να διατηρούν ακέραια την όρασή τους αποφασίζοντας να τυφλώσουν τους πολίτες. Ο Κούντερα είναι ο κλασικός «παίζων» συγγραφέας. Η έννοια του αστείου έγινε στο έργο του ουσιαστικός μηχανισμός ξηλώματος των συμβάσεων: πολιτικών, κοινωνικών, ερωτικών, ακόμη και συγγραφικών.
Για όσους αρέσκονται να σπέρνουν ερωτήματα διλημματικού χαρακτήρα: ναι, ο Κούντερα εξακολουθεί να είναι πάντα επίκαιρος. Άνθρωποι σαν τον Τόμας, την Τερέζα, τη Σαμπίνα και τον Φραντς εξακολουθούν να βγαίνουν από την ίδια μήτρα του κωμικοτραγικού. Είμαστε η ελεγεία της κωμωδίας μας και το δράμα στο μπουλβάρ της βιωτής μας.