Αυτά που πρέπει να ειπωθούν

Η μεταφράστρια της «Αποστολής του Βιβλιοθηκάριου», Δήμητρα Παπαβασιλείου, σημειώνει στον πρόλογό της πως το βιβλίο αυτό μπορεί να χρησιμεύσει ως εισαγωγή στο έργο του Ορτέγα υ Γκασσέτ (1883-1955). Και πράγματι: ξεκινώντας να διατρέξει κανείς την εργοβιογραφία του φημισμένου Ισπανού φιλοσόφου και δοκιμιογράφου με οδηγό το μικρό αυτό βιβλίο – φόρο τιμής στα 140 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα, διαπιστώνει πώς «η αποστολή του βιβλιοθηκάριου» οδηγεί τα βήματά του.

Το 1935, όταν ο Ορτέγα υ Γκασσέτ απευθύνει την ομιλία του με τίτλο «Η αποστολή του βιβλιοθηκάριου» στο διεθνές συνέδριο βιβλιοθηκάριων στη Μαδρίτη, είναι ήδη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, έχει διευθύνει σειρές εκδόσεων, και έχει συγγράψει πληθώρα άρθρων και βιβλίων, ανάμεσά τους και το γνωστότερο έργο του, την «Εξέγερση των μαζών» (1930).

Η φήμη του έχει ήδη εξαπλωθεί και πέρα από τα σύνορα της Ισπανίας, και οι πολιτικές του θέσεις είναι  γνωστές:  ο Ορτέγα υ Γκασσέτ είναι ελιτιστής και είναι δημοκράτης. Στις δύο αυτές ιδιότητες δεν υπάρχει για τον Ορτέγα υ Γκασσέτ καμιά αντίφαση. Η δραστηριοποίησή του στον εκδοτικό χώρο, για παράδειγμα, υπηρετεί την πεποίθηση αυτή: έχει διευθύνει τη σειρά εκδόσεων «Βιβλιοθήκη Ιδεών του Εικοστού Αιώνα», εκδίδοντας σημαντικά βιβλία σε προσιτές τιμές, ώστε να είναι προσβάσιμα σε όλους.

Η έννοια της «αποστολής» επανέρχεται στο έργο του – επανέρχεται μάλιστα και στους τίτλους των έργων του: πριν από την «Αποστολή του Βιβλιοθηκάριου» ο Ορτέγα υ Γκασσέτ έχει συγγράψει την «Αποστολή του Πανεπιστημίου» το 1930. Η πρώτη έκδοση της ομιλίας του προς τους βιβλιοθηκάριους, άλλωστε, υπό μορφή βιβλίου, θα γίνει το 1940, σε έναν ενιαίο τόμο, στο «Βιβλίο των Αποστολών» (El libro de las misiones), μαζί με ένα τρίτο κείμενο, που αφορά τη μετάφραση.

Η αποστολή δεν έχει θρησκευτική χροιά για τον Ορτέγα υ Γκασσέτ. Έχει την έννοια της επιλογής που νοηματοδεί τη ζωή: «Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του γνησιότερο Είναι, το οποίο καλείται να πραγματώσει […]. Χωρίς αποστολή δεν υπάρχει άνθρωπος».

Ο βιβλιοθηκάριος, λοιπόν, επιφορτίζεται το καθήκον του οδηγού των αναγνωστών μέσα στη ζούγκλα των συνεχώς παραγόμενων βιβλίων – που είναι, ορισμένα από αυτά, μόνον κατ’ επίφασιν βιβλία, στην πραγματικότητα απλώς «τυπωμένα αντικείμενα που επωφελούνται από την εξωτερική τους ομοιότητα με το αληθινό βιβλίο».  Και είναι τέτοιος ο χείμαρρος της παραγωγής βιβλίων και τέτοια η ευκολία πρόσβασης σε αυτά, που ο μέσος άνθρωπος έχει ήδη συνηθίσει (το 1935) να τα χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο σκέψης, «να μη σκέφτεται από μόνος του και να μην επεξεργάζεται αυτό που διαβάζει, κάτι που αποτελεί τον μοναδικό τρόπο να το κάνει πραγματικά κτήμα του».

Με τον τρόπο αυτό, ο Ορτέγα υ Γκασέτ έρχεται αντιμέτωπος στο δοκίμιό του με ζητήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν σήμερα: με τη διττή φύση του βιβλίου, ως καταναλωτικού προϊόντος αφενός και ως πολιτιστικού αγαθού αφετέρου, με τα όρια της συντελεσθείσας μεταβολής της αναγνωστικής συμπεριφοράς από τη λεγόμενη κυκλική/εντατική ανάγνωση στη γραμμική/εκτατική, και με την ευθύνη του αναγνώστη να διανύσει τη διαδρομή που προϋποτίθεται για να κατανοήσει τα όσα διαβάζει και να διακρίνει ανάμεσα στα βιβλία χωρίς λόγο ύπαρξης και στα «δέοντα εἰρηκότος», αυτά που πρέπει να ειπωθούν.

Από την απόσταση των ενενήντα σχεδόν χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, μένει στον σημερινό αναγνώστη να κρίνει αν η ομιλία του Ορτέγα υ Γκασσέτ υπήρξε κινδυνολογική ή προφητική.