Βίωμα και ιστορία
Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε το 1970 στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Σπούδασε αγγλική φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στην Αγγλία και θεωρία μέσων επικοινωνίας στη Σκοτία. Από το 1994 έως το 2003 εργάστηκε στο περιοδικό «Διαβάζω». Σήμερα εργάζεται στην εφημερίδα «Καθημερινή». Η «Ανάκριση» είναι το δεύτερο βιβλίο του που έχει εκδοθεί.
Ένας πατέρας κοιτάει αμήχανος από τη μισάνοιχτη πόρτα την (ενήλικη) κόρη του που στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη του μικρού δωματίου που έχει ετοιμάσει για εκείνη στο διαμέρισμά του. Ο μπαμπάς είναι ο εξηντάρης Κωστής με το αριστερό παρελθόν και η κόρη η Μαρίνα, 30 ετών, εικαστική καλλιτέχνις και ανορεξική. Η Μαρίνα, που έχει ως ίνδαλμα τη γνωστή Σέρβα (πρώην Γιουγκοσλάβα) περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς, κακοποιεί το σώμα της κάνοντας τέχνη και προσπαθεί να κάνει τον πατέρα της να μιλήσει για τα βασανιστήρια που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ την περίοδο της χούντας. Όμως εκείνος τα έχει αφήσει όλα πίσω του. Δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτά – κι ας νομίζουν η Μαρίνα και η Ρέα, η γυναίκα του (που έχει πεθάνει), ότι πρέπει να «τα βγάλει από μέσα του», γιατί πριν ήταν «ένας άλλος άνθρωπος». Είναι το μυστικό του – και θέλει να το κρατήσει, παρακάμπτοντας τις ερωτήσεις που του θέτει πιεστικά η κόρη του, ακόμα και με το αίμα της. Γιατί η Μαρίνα, χρόνια τώρα, ψάχνει το παρελθόν του – και το βρίσκει μέσα από τις αφηγήσεις πρώην βασανιστών και των θυμάτων τους σε εφημερίδες και βιβλία. Θέλει όμως να το επιβεβαιώσει απ’ τον ίδιον – γιατί άραγε;
Η ιστορία αναπτύσσεται κυρίως σε εσωτερικούς και σε ελάχιστους εξωτερικούς χώρους: δωμάτια διαμερισμάτων, αίθουσες τέχνης, στο κέντρο και σε συνοικίες της Αθήνας. Ο συγγραφέας ξεκινάει παραθέτοντας την ιστορία, συνεχίζει «ζουμάροντας» στα πρόσωπα και κορυφώνει τη σύγκρουση πατέρα και κόρης, για να αποκλιμακώσει την ένταση με ένα καθαρτήριο τέλος. Σταδιακά προσθέτει τις ψηφίδες στο παρελθόν του Κωστή – που, ωστόσο, δεν έχει σημασία αυτό καθαυτό. Η τεχνική θυμίζει θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, καθώς η αφήγηση περιλαμβάνει διαλόγους και πολλούς εσωτερικούς μονολόγους (η Μαρίνα απευθύνεται στον Κωστή, εκείνος στη Ρέα ή στον εαυτό του), οι οποίοι γίνονται αναπόσπαστο μέρος της πλοκής. Η γλώσσα είναι στρωτή και ρεαλιστική. Η περφόρμανς ωθεί το σώμα στα άκρα, γιατί ο πόνος λυτρώνει από την αγωνία του θανάτου (σελ. 102), όπως λέει η Αμπράμοβιτς μέσω της Μαρίνας. Η μνήμη «ξυπνάει» και η επικοινωνία αποκαθίσταται.
Στο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη μπορεί κανείς να δει το αίτημα μιας νεότερης γενιάς (της δικής του), που έζησε λίγο ή καθόλου την περίοδο της χούντας στην Ελλάδα, να «ανακρίνει» την προηγούμενη γενιά – όχι, όμως, για να την ψέξει, αλλά ίσως για να βρει το συνδετικό κρίκο που τις ενώνει.