Οι διαστάσεις που παίρνει η έννοια της «αναχώρησης»

Ως συγγραφέας ο Νίκος Θέμελης έγινε γνωστός το 1998 με το βιβλίο του «Αναζήτηση», μια τριλογία που ήρθαν να συμπληρώσουν «Η ανατροπή», το 2000, και «Η αναλαμπή», το 2003. Άλλα μυθιστορήματα που εξέδωσε είναι: «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας», το 2005, «Μια ζωή δυο ζωές», το 2007, «Οι αλήθειες των άλλων», το 2008. Το 2010 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του «Η συμφωνία των ονείρων». Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα ρουμάνικα και στα τούρκικα. Το 2001 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και με το αντίστοιχο του περιοδικού Διαβάζω για την «Ανατροπή».

Το 2011 έγραφε το βιβλίο «Η Αναχώρηση», το οποίο εν τέλει δυστυχώς ήταν το ύστατό του μυθιστόρημα σηματοδοτώντας και συμβολίζοντας την πραγματική αποχώρησή του από τη ζωή στις 20 Αυγούστου του 2011 (ο τίτλος είχε επιλεχθεί από τον ίδιο και είχε συμβολικό μήνυμα). Ως εξώφυλλo του βιβλίου επιλέχθηκε από την επιμελήτριά του Ελένη Μπούρα ένα ζωγραφικό έργο του ιδίου. Ο αναγνώστης του μέσω των λογοτεχνικών του έργων, όπως γράφει στο επίμετρο ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «έχει κληθεί να διαβάσει ένα έργο λογοτεχνίας και να σκεφτεί τα ιστορικά του συμφραζόμενα» (σελ.156), Σύμφωνα με τον ίδιο, «η δημιουργική γραφή μπορεί να είναι πιο καίρια από την ιστορική αφήγηση. Ακόμα και όταν είναι λιγότερο ακριβής. Η μυθοπλασία, … μπορεί να αναπαραστήσει, με τον δικό της τρόπο πάντοτε, το κλίμα και το πνεύμα μιας εποχής καλύτερα και από την ακριβέστερη ιστορική έρευνα» (σελ. 155).

Έτσι ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος εξηγεί ότι «η αυτονομία και η ελευθεριότητα του δημιουργού δεν ακυρώνει πάντως τη ματιά του ιστορικού, ως στοχαστικού αναγνώστη βέβαια και όχι ως εγγυητή της πραγματολογικής ακρίβειας» (σελ157).

Η θεματική του ύστατου βιβλίου του Νίκου Θέμελη αφορά το ζήτημα του εμφύλιου πολέμου στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. «Δύο αλλεπάλληλοι εμφύλιοι πόλεμοι, ο ένας το 1823 και ο άλλος το 1824, ή ένας με δυο φάσεις, μία πρώτη το 1823 και μία δεύτερη το 1824 – η ιστοριογραφία μας έχει επιχειρήματα και για τις δύο εκδοχές» (σελ. 157). Πρόκειται για μια νουβέλα χωρισμένη σε δύο κεφάλαια, το πρώτο έχει ως θέμα τον εμφύλιο της Επανάστασης του ’21, όπως προείπαμε, και το δεύτερο μας μεταφέρει στο 2009 και στον διχασμό της σημερινής πολύπλευρης κρίσης. Στο πρώτο μέρος της νουβέλας που έχει τίτλο «Το αδόκητο τέλος του Λάζαρου Χατζημιχαήλ», μέσα από τη ματιά του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, ενός τσιφλικά στον κάμπο του Ναυπλίου, και ενός Γάλλου φιλέλληνα γιατρού, του Μισέλ ντε Κριγιόν, ο οποίος «βρέθηκε να περιηγείται την Ελλάδα πολύ πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης» (σελ. 19), μας μεταδίδεται το κλίμα του 1823-1825, των αρχών της Επανάστασης. Εκεί, στο τσιφλίκι του, «άρχισε ο Λάζαρος να οσφραίνεται τον αέρα των ιδεών του Διαφωτισμού και της ελευθερίας, να ανιχνεύει τα σπέρματα της εθνικής  ταυτότητάς του, να νιώθει ότι δεν ήταν απλώς ένας Μοραΐτης, αλλά ότι ανήκε σε κάτι πολύ πιο πλατύ, πιο σημαντικό, που κάποιοι ήδη το έλεγαν έθνος και ότι ο ίδιος ήταν Έλληνας. Για φαντάσου!» (σελ. 25).

«Όταν ξέσπασε η επανάσταση… τη νύχτα δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι (ο Λάζαρος με τον Μισέλ ντε Κριγιόν) στην προσπάθειά τους να συνταιριάξουν τις πληροφορίες…» (σελ. 28). «Αντίθετα, αμφίθυμοι οι πιο πολλοί πρόκριτοι  αναρωτιόντουσαν τι σήμαιναν εκείνα τα μαντάτα –αν ευοδώνονταν– για τα συμφέροντά τους» (σελ. 28). «Μέχρι τα τέλη του ’24, όταν κορυφώθηκε η εμφύλια σύγκρουση στην πιο αποτρόπαια έκφρασή της, τότε που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο Ρουμελιώτες και Σουλιώτες και άρχισαν να ρημάζουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, να βιαιοπραγούν σε βάρος των ομοεθνών τους σαν να ’ταν Τούρκοι…..», τότε, «Μες στην απογοήτευση που σωρευόταν ο Λάζαρος γύρισε με τον καιρό την πλάτη του στον έξω κόσμο και αφοσιώθηκε στα παιδιά που είχε περιμαζέψει» (σελ. 40). Φρόντισε να οργανώσει την εκπαίδευση των παιδιών μέσω της Μυρτώς, μιας δασκάλας, αλλά οι κινήσεις του αυτές θα ήταν δυσάρεστες σε κάποιους… και εντέλει το τέλος του Λάζαρου θα ήταν κάπως απροσδόκητο.

Στο δεύτερο κεφάλαιο που έχει τον τίτλο «Η Αναχώρηση», όμοιο με τον τίτλο της νουβέλας, καθόλου τυχαίο, μεταφερόμαστε στην Αθήνα του 2009, σε άλλες δύσκολες εποχές διχασμού και κρίσης, και γνωρίζουμε τους απογόνους του Λάζαρου Χατζημιχαήλ, οι οποίοι αναζητούν το παρελθόν τους: «Οι Χατζημιχαήλ δεν έπαψαν να δίνουν από γενιά σε γενιά εξίσου απογόνους αρσενικούς που συνέχιζαν το όνομά τους…» (σελ. 111). Έτσι: «Σε αυτή την άσβεστη οικογενειακή παράδοση, παρά τις σαρωτικές αλλαγές σε αξίες και προτεραιότητες που σημειώνονταν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, κατέγραψε ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ, ανώτερος δικαστικός, λίγο πριν βγει στη σύνταξή του, την ιστορία του στοιχειωμένου προγόνου του από το Ναύπλιο» (σελ.113). «Έτσι όπως ο πρόγονός του είχε αποτραβηχθεί στον κόσμο του υποστατικού του μακριά από τις φαγωμάρες των προκρίτων και την εμφύλια σύρραξη που βούλιαξε την εθνική προσπάθεια» (σελ.115).

Στο κεφάλαιο αυτό θίγονται θέματα που αφορούν την αστική τάξη, τα συμφέροντα που εξακολουθούν να προκαλούν τον διχασμό από τα χρόνια της Επανάστασης: «Τούτο το δοβλέτι μήτε χάνεται, μήτε σιάχνεται» (ρήση του Γέρου του Μοριά). «Αργύρη, εμείς πρέπει να είμαστε πάντοτε με το δοβλέτι, σημασία έχει πρωτίστως το ψωμί μας!» (σελ.120). Μέσω της φράσης αυτής εξηγεί σε μια μόνο φράση ο συγγραφέας τη σημερινή κακοδαιμονία του τόπου μας. Κρύβεται πολλές φορές πίσω από το πρόσωπο του Λάζαρου Χατζημιχαήλ. «Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων του 2009 ήταν σίγουρος ότι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, την απόσταση από το αλλιώς βιωμένο παρελθόν του, πριν βγει στη σύνταξη, για την ακρίβεια πριν πάρει την απόφαση για την αναχώρησή του» (σελ.144). Τελικά, ο Λάζαρος Χατζημιχαήλ θα τολμήσει την αναχώρησή του;

Ο Νίκος Θέμελης, είχε διακριθεί για τον τρόπο που έκανε την ιστορία λογοτεχνία, για την ερμηνεία που απέδιδε στα ιστορικά γεγονότα και για την ακατάπαυστη αναζήτηση της συλλογικής και ατομικής ταυτότητας.  Μέσα από τη δική του γραφή τα τωρινά γεγονότα αρχίζουν και παίρνουν μορφές του παρελθόντος, γνωστές στους περισσότερους. Ο λόγος του διακρίνεται από ποιότητα στην έκφραση και πυκνότητα, καθώς επίσης από μια ποιητική χροιά. Σύμφωνα με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, όπως αναφέρει στο επίμετρο του βιβλίου: «το εργαστήρι του συγγραφέα όμως ήταν καλά εξοπλισμένο και πράγματι ο Νίκος Θέμελης δεν ήταν μόνο ένας καλλιεργημένος άνθρωπος, αλλά και ένας ενήμερος συγγραφέας» (σελ.156).