Η αρχή της «χαμένης γενιάς»

Για όσους διατηρούν τη ρομαντική εντύπωση ότι πολλά μυθιστορήματα (ου μην και πολλές συγγραφικές καριέρες) εκκινούν από μια θεόπνευστη ιδέα που καταφθάνει ωσάν ριπή εν τω μέσω της νυκτός. Το καλοκαίρι του 1919, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ βίωσε το πρώτο συναισθηματικό «κλακάζ» με τον μεγάλο έρωτά του, τη Ζέλντα Σάιρ. Ένα από τα πολλά που έμελλε να συμβούν μεταξύ τους. Εκείνη την περίοδο, ο 22χρονος Φράνσις ψωμιζόταν από τον γλίσχρο μισθό που λάμβανε ως κειμενογράφος σε μια διαφημιστική εταιρεία. Ως εκ τούτου, ο βαθμός ασφάλειας που μπορούσε να προσφέρει στην αγαπημένη της καρδιάς του ήταν μικρότατος. Η Ζέλντα τον παρατάει (στο… παραένα του γάμου τους) κι εκείνος επιστρέφει στους γονείς του, στο Σεντ Πολ, και μην έχοντας τι άλλο να κάνει για να κατασιγάσει τον ερωτικό του πόνο, ξεκινάει να δουλεύει εκ νέου το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο «Η άλλη όψη του παραδείσου». Ύστερα από έναν χρόνο, στις 26 Μαρτίου 1920, το μυθιστόρημα θα βρει τον δρόμο του μέσω των εκδόσεων Charles Scribner’s Son. Ήταν το βάπτισμα του πυρός για έναν συγγραφέα που ήταν προορισμένος να περπατήσει τη διακεκαυμένη ζώνη.

Το βιβλίο απέκτησε αμέσως τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης επιτυχίας. Την πρώτη χρονιά από την έκδοσή του πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, κάτι που του εξασφάλισε ένα καλό ποσό για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του: να πείσει τη Ζέλντα να επιστρέψει και να την παντρευτεί. Όπερ και εγένετο με τη γνωστή συνέχεια στον ταραχώδη βίο τους. Οι συγκαιρινοί του κριτικοί λογοτεχνίας υποδέχθηκαν το έργο με αρκούντως ενθουσιώδη τρόπο. Πού να ήξεραν ότι έπειτα από έξι χρόνια θα συνέγραφε τον μνημειώδη «Γκάτσμπυ» και θα γινόταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της αμερικανικής λογοτεχνίας, αλλά και κυρίαρχος «ερμηνευτής» της λεγόμενης χαμένης γενιάς. Όπως αυτή προέκυψε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, βίωσε λογής απογοητεύσεις, γητεύτηκε από τα πάρτι και την τζαζ μουσική, έκανε φιλόδοξα όνειρα που τα είδε να κατακρημνίζονται από το Κραχ του ’29, απέκτησε ενοχικά σύνδρομα και δεν μπόρεσε να βρει ούτε καν αποκούμπι στο ποτό (ελέω ποταπαγόρευσης). Εκείνη η γενιά, σεπτό μέλος της οποίας ήταν και ο Φιτζέραλντ, είδε στον σοσιαλισμό και τον μαρξισμό ένα φως που μετάγγιζε ένα ψήγμα αισιοδοξίας μέσα στο σκοτεινό τούνελ που την είχε ρίξει το βικτωριανό παρελθόν των προηγούμενων γενεών.

Κάπως έτσι είναι και ο ήρωας του συγκεκριμένου μυθιστορήματος ενηλικίωσης-μύησης που έγραψε ο Φιτζέραλντ. Ο νεαρός Άμορι Μπλέιν, εξ αντανακλάσεως ένα alter ego του συγγραφέα, είναι ένας εύελπις νεαρός των μεσοδυτικών πολιτειών που αποφασίζει να πάρει τον μεγάλο δρόμο και να σπουδάσει στο θαυμαστό Πρίνστον. Με τη βοήθεια της λογοτεχνίας (συν τω χρόνω γίνεται μύστης των ρομαντικών ποιητών και των μεγάλων βιβλίων) και της ισχυρής δόσης μεγαλαυχίας που διέθετε, δημιούργημα της εκκεντρικής μητέρας του, θα προσπαθήσει να πρωτοστατήσει, να ηγηθεί, να εξελιχθεί σε persona του Πρίνστον. Κι όμως, «Ο ρομαντικής εγωτιστής» (έτσι ονομάζεται το πρώτο μέρος του βιβλίου) θα δει τη λεοντή του, που με τόση επιμέλεια φρόντιζε, να μαραίνεται. Η πρώτη ερωτική αποτυχία του με την Ιζαμπέλ θα είναι το προανάκρουσμα των κατοπινών –πολλών– διαψεύσεών του. Τη στιγμή που της έστελνε διαπρύσιες ερωτικές επιστολές ήταν πεπεισμένος πως η σχέση τους θα ήταν παντοτινή. Κάτι που δεν συνέβη.

Στο «Ιντερλούδιο» του μυθιστορήματος βρίσκουμε τον Άμορι να κάνει τη στρατιωτική του θητεία (είναι τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου). Μια εμπειρία που μπορεί να μην αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο, εντούτοις είναι φανερό πως επιφέρει μια σημαντική μετάλλαξη στον τρόπο που ο Άμορι βλέπει τη ζωή.

Αυτή η αλλαγή θα γίνει πιο δραστική στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Η εκπαίδευση ενός χαρακτήρα», όπου ο Μπλέιν θα βιώσει μια ακόμη ερωτική απογοήτευση: πιο καυστικής ισχύος αυτή τη φορά. Τα χρήματα της οικογένειάς του έχουν εξανεμιστεί, ο ίδιος είναι ένας κλασικός μεροκαματιάρης σε μια διαφημιστική εταιρεία, δίχως ελπίδες και όνειρα. Τότε γνωρίζει τη Ρόζαλιντ και μαζί βιώνουν ένα πρωτόγνωρο πάθος, το οποίο όμως θα έχει άδοξο τέλος καθώς το κορίτσι θα επιλέξει να παντρευτεί έναν πλούσιο άνδρα που θα της εξασφαλίσει ένα σίγουρο μέλλον. Τίποτα δεν έχει μείνει… άταφο στη ζωή του Άμορι. Ακόμη και ο πνευματικός του και επιστήθιος φίλος της μητέρας του, ο Μονσινιόρ Ντάρσι, πεθαίνει αφήνοντάς του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ύστατη προσπάθεια του Άμορι να κρατηθεί από κάπου είναι η Έλενορ, ένα κορίτσι που γνώρισε στο Μέριλαντ και μαζί μοιράστηκε την πνευματική αγάπη και το πάθος για τη λογοτεχνία. Φευ, το τέλος κι αυτής της σχέσης θα είναι σκληρό. Αποκομμένος από τον κόσμο, σχεδόν μέθυσος και καταπονημένος ψυχικά, ο Μπλέιν θα νιώσει μια έντονη έλξη προς τον σοσιαλισμό και τον μαρξισμό που  του προσφέρει μια ικανή «ρομφαία» για να βάλλει κατά των συμβιβασμένων γενεών που προηγήθηκαν της δικής του. Κι όμως, τελικά, αυτό που  θα του μείνει από όλο αυτό το ξέφρενο ταξίδι αυτογνωσίας είναι ένα θρηνητικό συμπέρασμα. «Ξέρω ποιος είμαι, μα τίποτε περισσότερο», θα ανακράξει καταπονημένος. Ο κόσμος όλος έχει καταρρεύσει γι’ αυτόν. Ο έρωτας δεν ευοδώθηκε, τα όνειρα δεν έγιναν πραγματικότητα, ο κόσμος παραείναι σκληρός για τους εγωτιστές, οι συνθήκες αρκετά δυσοίωνες για τους οραματιστές. Κάπως έτσι η γενιά του Μπλέιν πήγε στράφι. Ο Φιτζέραλντ με αυτό το μυθιστόρημα έδειξε πως διέθετε ικανότητα να πλάθει χαρακτήρες με έντονα χρώματα. Έχουμε να κάνουμε με ένα πρωτόλειο που μπορεί να βρίθει πειραματισμών, εντούτοις φέρει τη σφραγίδα μιας εν προόδω λογοτεχνικής διάνοιας. Το εν λόγω μυθιστόρημα μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά χάρη στον Δημήτρη Στεφανάκη.