Επεξεργασμένη ιδιόλεκτος στο όριο του αναγνωρίσιμου κι αναγνωριστέου, εκεί όπου μόνον η υπέρβαση του γλωσσικού κώδικα μπορεί να επιτύχει πλείονα και βέλτια αποτελέσματα. Λίγοι συγγραφείς φτάνουν στο έξω σύνορο της Λογοτεχνίας κι ελάχιστοι ακροβατούν στην κόψη του ξυραφιού.

Γλώσσα διαχρονική, ελληνική και παγκόσμια, σαν να νοσταλγεί τις οξείες, τις περισπωμένες και τις βαρείες, τις υπογεγραμμένες ακόμα, γλώσσα ρυθμική, ποιητική, χορευτική ενίοτε, διονυσιακή ούτως ή άλλως. Ο ενθουσιασμός χωρίς να είναι μεταφυσικός μήτε «ένθεος» γίνεται θύρσος στα χέρια ενός μαινόμενου Τειρεσία που αποφασίζει να γιορτάσει κι Απόλλωνα-Λοξία και Διόνυσο-Βάκχο ταυτόχρονα.

Υβριδικό μεταμοντέρνο δοκίμιο, μετα-αφήγηση για ένα θέμα καθαρά φιλοσοφικό, τόσον όμως πέραν του Επιστητού, που επεκτείνεται στον χώρο του Άφατου και του Άρρητου. Εξ ου η Ποίησις. Τέχνη υψηλή και υφέρπουσα, τέχνη συκοφαντημένη και θάλλουσα, τέχνη πάνδημος αλλά και ουρανία.

Ο Κώστας Βούλγαρης τολμά, με την επάρκεια του ερευνητή και τη γενναιότητα του μελετητή κάθε λογοτεχνικού φαινομένου ανεξαρτήτως μορφής με μια δημοκρατίας αίσθηση του δικαίου και διάθεση ισονομίας… Αυτό το χαρακτηριστικό είναι ίδιον και της προσωπικότητας και της γραφής του. Η εργοβιογραφία μερικών σεμνών ανθρώπων δεν δύναται να διαχωριστεί και να αποκοπεί το τέχνημα από τον τεχνίτη. Μόνον στις προτομές των «μεγάλων ανδρών» και γυναικών, μόνον με ξεπερασμένους όρους πρωταγωνιστών-δευτεραγωνιστών-τριταγωνιστών είναι δόκιμη κι εύκαιρη κάθε απόπειρα απομονώσεως έργου και πολιτείας. Για μερικούς από εμάς, τους πλέον διαφανείς, είμαστε αυτό που γράφουμε και γράφουμε αυτό που είμαστε, χωρίς δόλιες διαθέσεις αυτομυθοποιήσεως και περιπλοκής του αυτονόητου έτσι ώστε να καταστεί δήθεν ελκυστικό.

«Επτά συγγραφείς αναζητούν …Βούλγαρη»: αυτός θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος αυτού του χαμηλόφωνου και περιεκτικού αφηγήματος. Ήδη από το Προοίμιο οι προθέσεις καθίστανται σαφείς και το διακύβευμα επίσης. «Καθ’ εκάστην, Εύλυρος, Πάλλας, Ανύτη, Λαόστεφος, Ξάνθος, Υπατία, Σίμων, και τόσοι άλλοι συγγραφείς, τους οποίους ευτύχησα να έχω επί της κοίτης μου [προσέξτε την ηθελημένη τολμηρότητα], καθήμενοι γύρω μου με φωνάζουν…». Άπειρες οι διακειμενικές αναφορές, οι υπόγειες διαδρομές και τα συγκοινωνούντα δοχεία. Το  καβαφικό «οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό» παραφράζει στη σελ. 8: «Και γέλα, μη δίδων, ακρόαση, εις την ασύγγνωστο ανοησία εκείνων». Εδώ το υγιώς λαϊκό συναντά τον αισθητισμό κι η ανωτερότητα την ταπεινότητα: «Ταπεινός εγώ της γραφής αυτουργός, μετά φόβου και δέους μελετών τις τεχνουργίες ενός εκάστου τής εκλεκτής  ομηγύρεως, ερανιζόμενος σοφίαν και τρόπους και χάριν…». Το θέμα της πρωτοτυπίας, σε αντιδιαστολή με τη μίμηση και την αντιγραφή (που ΔΕΝ είναι συνώνυμη της λογοκλοπής) τίθεται ευθύς εξαρχής ως αξίωμα και υπόθεση εργασίας. Συνεχίζοντας και συμπληρώνοντας ίσως τη μακρά αλυσίδα των βυζαντινών συν-γραφέων-αντιγραφέων που με την τεχνική τους «κέντρωναν», έδιναν μορφή και λειτουργικότητα σε σκονισμένα αριστουργήματα, ο λογοτέχνης μελετητής εδώ, χωρίς να διεκδικεί απατηλές δάφνες διανοούμενου κι αποφεύγοντας συστηματικώς τις σοφιστείες, επιθυμεί να κεράσει το παλαιό κρασί σε νέους κρατήρες και να το αρωματίσει μέσα από νιόκοπα βαρέλια κέδρινα.

Όμως αρκετά με τους λογοτεχνίζοντες αφορισμούς και τις νεφελώδεις γενικεύσεις. Ας σκύψουμε πάνω σε αυτό το περίκλειστο εγκόλπιο κι ας το αποθησαυρίσουμε με τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι ανθολόγοι συνέθεταν το δικό τους «λεύκωμα» (απειρία συνδυασμών, ακόμα και για τον ίδιον τον συνδημιουργικόν αναγνώστην μόλις μίαν ημέραν μετά). Με τον ίδιο τρόπο που κι εκείνος λειτούργησε, ο επαρκής αποδέκτης αυτής της εμπνευσμένης λογο-κοπτικής συναρπάζεται κι υφαρπάσσεται ως Γανυμήδης από τον υψιπετή αετό του Δία (για να τολμήσω μία συνηθισμένη στους ελληνιστικούς χρόνους παρομοίωση).

Η «ανοικείωση» κι ανανέωση του φθαρμένου από την καθημερινή κατάχρηση γλωσσικού υπο-κώδικα επιτυγχάνεται εδώ με «σχήματα λόγου» και πλάγιες ειρωνείες, λοξούς σαρκασμούς κι υποδόριες τσιμεντενέσεις προκειμένου να επιτευχθεί η στατική επάρκεια αυτού του οικοδομήματος που δεν είναι διόλου επιρρεπές στην αποδόμηση, αν κι αποτελείται από υλικά που προήλθαν από προγενέστερες, αναγκαστικές αποδομήσεις, κατεδαφίσεις κι αναδομήσεις.

Στον ίδιο τόνο και σε ανάλογο ύφος με την «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» του αείμνηστου διανοητή και φιλοσόφου Γιάννη Πάνου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη) ο Κώστας Βούλγαρης ακροβατεί ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και στα φαντασιακά επιτεύγματα, διαχωρίζοντας και συγχέοντας πραγματικότητα και φαντασία, μιλώντας για την αλήθεια χωρίς μεσσιανικά επιχρίσματα κι αναζητώντας το Πνεύμα στην Ύλη ως βιολογικό φαινόμενο.

«Η ιστορική αλήθεια» δίνει τη θέση της στις απολύτως χαρακτηριστικές για τη διολίσθηση της αφηγηματικής οπτικής «εντυπώσεις αληθείας» (όπου μπαίνει κι εγκαθίσταται το στοιχείο του υποκειμενισμού). «Προκειμένου να μιλήσω για την αλήθεια, είμαι υποχρεωμένος να αρχίσω από την ενάργεια» (λέει η γράφουσα φωνή στη σελ. 19). Στην αμέσως επόμενη σελίδα κάνει και την εμφάνισή της η πολυεπίπεδη, πολύμορφη και πρωτεϊκή έννοια «πίστις», που πολλά έχει πάθει από τους φανατικούς κάθε είδους. Ας προσέξουμε τη μαθηματική δόμηση αυτού του λογοτεχνήματος και τη σταδιακή κλιμάκωσή του. «Ως κατά την ενάργειαν πίστις» (σελ. 20). Κι αφού μιλήσει για την άρρηκτη σχέση αλήθειας-ζωντάνιας στα ομηρικά έπη, περνάει στο υποκεφάλαιο «Ρητορική και ζωγραφική». Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο έμπειρος κειμενοποιός αποφεύγει συστηματικά τη μοντερνιστική θολότητα και την πολυχρησιμοποιημένη μανιέρα του «ελεύθερου συνειρμού». Είναι όλα αποκυήματα μιας άψογης αλλά όχι στυγνής νοησιαρχίας και μιας λογοκρατίας που απέχει παρασάγγας από τον δογματισμό. Πρόκειται μάλλον για έναν περίπλου των ορίων του επιστητού με λογοτεχνικές αξιώσεις και ποιητικές αποχρώσεις. Το δοκίμιο στα καλύτερά του, μακριά από κάθε σχολαστικότητα, ακαδημαϊκή αγκύλωση και πανεπιστημιακώς «ξύλινη γλώσσα». Εδώ το κέντρο βάρους πέφτει στο κοινωνούμενο νόημα, αν όχι και στο μεταδιδόμενο «μήνυμα». Το διά ταύτα είναι η μόνη έγνοια του πρακτικού ανθρώπου, που δεν είναι όμως και πραγματιστής. Ούτε, βεβαίως, και ιδεαλιστής.

Το βιβλίο «ανασαίνει» με πολλούς τρόπους (και τυπογραφικώς και στοιχειοθετικώς κι εννοιολογικώς) έτσι που η αισθητική ηδονή ακολουθεί κατά πόδας τη νοητική συλλογιστική.

Από τις «Εντυπώσεις της αλήθειας» περνάμε στο κεφάλαιο «Η αλήθεια της πίστης» (από τη σελ. 26 και μετά). Εδώ πρωταγωνιστούν «Ο ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ», «Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ», ενώ τα λοιπά υποκεφάλαια έχουν τους επίσης χαρακτηριστικούς τίτλους «ΌΠΟΥ ΓΗΣ ΠΑΤΡΙΣ», «ΩΣ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ», «Η ΓΡΑΦΗ ΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ», «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ», «ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ», «ΠΡΟΣΕΥΧΗ». Ο Κώστας Βούλγαρης έχοντας δουλέψει επί δεκαετίες στη σύνταξη εφημερίδων και περιοδικών, έχοντας μακράν πείραν ως επιμελητής εκδόσεων, «ξεναγεί» τον αναγνώστη στα επιμέρους «δωμάτια» του λογοτεχνικού οικοδομήματός του με μια φιλότητα και «ξενία» που προδίδει κάποια ευγένεια σχεδόν παλιομοδίτικη, αν όχι και «αριστοκρατική». Αυτή η μείξη λαϊκού και αριστοκρατικού στοιχείου δημιουργεί τον αριστερό αντίποδα μιας οριοθετημένης συντηρητικής σκέψεως, ενώ εδώ ο προοδευτισμός είναι όχι μόνον πρόδηλος αλλά και έκδηλος [δεν είναι συνώνυμα]. Οι εργατοώρες που αφιερώνει ο πνευματικός άνθρωπος στην αυτοβελτίωση τον αναβιβάζει πάνω από το καβαφικό «πρώτο σκαλί» της εξελικτικής πυραμίδας και τον ξεχωρίζει είτε το θέλει είτε όχι από το πλήθος και τη μάζα. Παρ’ όλο που δεν απεχθάνεται τον όχλο, ο αναχωρητής, ακόμα κι όταν δεν είναι ερημίτης ή στυλίτης αλλά κοσμοκαλόγερος, μάλλον επιθυμεί να μεταλάβουν όλοι των αχράντων μυστηρίων που ο ίδιος ιερουργεί ως αλχημιστής χωρίς να υποκύψει στον δαίμονα της αλαζονείας και να κοιτάξει αφ’ υψηλού τους βιαστικούς ανθρώπους αντιμετωπίζοντάς τους ως «όχλο». Όχι, καμία τέτοια αμετροέπεια κι αστοργία δεν επιφυλάσσει στον προσεκτικό αναγνώστη του αυτό το πόνημα, καθ’ όλα σεμνό και δίχως προπέτεια, καμιά.

Ως προς τη «γραφή ως μετάφραση» λέει ο Βούλγαρης για τον Άγιο Ιερώνυμο: «Παρ’ ότι μετέφραζε ιερά κείμενα, θεωρούσε την μετάφραση ισοδύναμη της πρωτογενούς γραφής» (σελ. 38). Εδώ είναι ένα θέμα που δεν θα μπορούσε να καλυφθεί ούτε με μια ντουζίνα διημερίδες, στρογγυλές τράπεζες κι επιστημονικές εργασίες. Όλα τα θέματα που θίγονται εδώ είναι αμιγώς φιλοσοφικά με τον βέλτιστο λογοτεχνικό τρόπο. Υφολογία και ρυθμολογία σε αγαστή σχέση με τη θεματολογία και την επιχειρηματολογία δημιουργούν ένα σύνολο τόσο προκλητικό κι εναλλασσόμενο που δεν θα ήθελα να «προδώσω» την αποδέλοιπη «πλοκή» και λελογισμένη διαδρομή του στον αχανή λαβύρινθο του «Ιερού Ναού της Σκέψεως», αυτόν που ετίμησαν μέσα στους αιώνες ανοικτά κι αδέσμευτα μυαλά, σαν του Κώστα Βούλγαρη.

Τελευταίο κεφάλαιο «Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ» με υποκεφάλαια «ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ», «Η ΆΒΥΣΣΟΣ», «Η ΑΛΗΘΕΙΑ».

Και, φυσικά, ως επιμύθιο η «Επιθυμία»: ένα κομψοτέχνημα ομολογίας πίστεως και τρόπου ζωής.

«Πεφωτισμένη αριστερά»: σε αυτήν θα μπορούσε να ανήκει ο Κώστας Βούλγαρης αν υπήρχε ως σχηματισμός με έδρα, καταστατικό, διοικητικό συμβούλιο και μέλη.

Πρόκειται για ένα αριστούργημα, όχι MONO για το λογοτεχνικό επίτευγμα αυτό καθ’ εαυτό αλλά για τη γεφύρωση εννοιών κι αντιθέτων τάσεων σε μία παγκοσμίως πανθομολογούμενη κίνηση προς την εξάλειψη κάθε διπολισμού, μανιχαϊσμού κι ανορθολογισμού που κατατρύχει την Ανθρώπινη Σκέψη.