Μια ζωή στοιχειωμένη

Μια γυναίκα πανέμορφη, δυναμική και δυνατή, στήριγμα της οικογένειάς της και καταδικασμένη να μη γνωρίσει τον έρωτα. Αυτή είναι η Αλεξάνδρα, η πρωταγωνίστρια στο τελευταίο μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου. Και αυτή η ίδια αφηγείται την ιστορία της, στον όποιο αναγνώστη αφιερώσει χρόνο να τη διαβάσει, να την καταλάβει, να την αθωώσει. Γιατί η Αλεξάνδρα ετοιμάζεται να δολοφονήσει τον Πέτρο Φωκά, έναν από τους άντρες που στοίχειωσαν τη ζωή της και πριν το κάνει θέλει να εξηγήσει το γιατί.

Η ιστορία ανοίγει με έναν πίνακα του Κοντσαλόφσκι, ο οποίος, όπως θα μάθει αργότερα η Αλεξάνδρα, υπήρξε εραστής της μητέρας της, τότε που εκείνη ήταν φοιτήτρια στη Σχολή Θεάτρου της Μόσχας, πριν αναγκαστεί να παντρευτεί τον πατέρα της Αλεξάνδρας και να τον ακολουθήσει αρχικά στο Καζακστάν μαζί με τους υπόλοιπους εξόριστους Ποντίους και μετά στην Ελλάδα. Κι αυτός ο πίνακας βρίσκεται κοντά στην Αλεξάνδρα ολόκληρη τη ζωή της, σαν φυλαχτό. Αυτός ο πίνακας φέρνει κοντά της τον νεαρό μαθητή της στο φροντιστήριο Αγγλικών που έχει στον Κορυδαλλό. Μαγεμένος από τον πίνακα ο Πέτρος Φωκάς μπαίνει και βγαίνει από τη ζωή της Αλεξάνδρας κατά διαστήματα, της εκφράζει τον έρωτά του, την προκαλεί, την απωθεί, τη φοβίζει, αλλά πάντα αυτή τον διώχνει. Ώσπου το σώμα της ξυπνά, επαναστατεί, το μυαλό της αρχίζει να αντιλαμβάνεται την αγάπη του Πέτρου όταν θα έχουν και οι δύο σχεδόν γεράσει. Αλλά για μια φορά η Αλεξάνδρα θα τολμήσει να πάρει τη ζωή στα χέρια της και θα προδοθεί.

Η αφήγηση της Αλεξάνδρας είναι σαν ένα εσωτερικός μονόλογος, σκληρός, άναρχος, χωρίς λογική συνέχεια σε ορισμένα σημεία, μόνο σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα, σαν εσωτερική κραυγή, ένα ουρλιαχτό για μια ζωή που στοιχειώθηκε από έναν πίνακα, από μια οικογένεια που τη χρησιμοποίησε για να επιβιώσει οικονομικά, από άντρες που θαύμασαν την ομορφιά της αλλά δεν δάμασαν τον φόβο της ότι θα προσπαθήσουν να την εκμεταλλευτούν. Ένας μόνο της κινεί το ενδιαφέρον, ο πρώην μαθητής της, ερωτευμένος σε όλη του τη ζωή με αυτήν ή με τον πίνακα και αυτός είναι που θα την πονέσει περισσότερο από όλους όσοι την πλήγωσαν.

Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιλέγει αυτό το άναρχο είδος αφήγησης, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον αποσπασματικό λόγο της Αλεξάνδρας δίνει σχήμα στην οικογενειακή και προσωπική ιστορία της, προσφέρει εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της και ξεκαθαρίζει τις αιτίες που οδηγούν στις αποφάσεις της. Και πετυχαίνει ακριβώς αυτό που ζητά η Αλεξάνδρα: τραβάει τον αναγνώστη, τον τοποθετεί μέσα στο μυαλό, στις σκέψεις της και στον πόνο της και τον κάνει μέτοχο στις επιλογές της, συνοδοιπόρο στο μονοπάτι για το τέλος.