Τον Οκτώβριο του 2019, η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε να δώσει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2019 στον Αυστριακό συγγραφέα Πέτερ Χάντκε «για το επιδραστικό του έργο» και «τη γλωσσική επινοητικότητα με την οποία διερεύνησε την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης εμπειρίας».

Ανάμεσα στα μυθιστορήματα του Πέτερ Χάντκε που επανεκδόθηκαν στα ελληνικά πριν ή μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι και η «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», σε μετάφραση και εισαγωγή του Αλέξανδρου Ίσαρη, από τις εκδόσεις Gutenberg. [Η μετάφραση του Α. Ίσαρη είχε πρωτοεκδοθεί από τις εκδόσεις Εκκρεμές (1983) και Σμίλη (1989)]. Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από μια συζήτηση του Χάντκε με τον E. Fillipini (αναδημοσίευση από το περιοδικό Το Δέντρο, Αθήνα, Δεκέμβριος 1981) και αναλυτική χρονοβιογραφία του συγγραφέα.

Ένας άρτι απολυμένος άνδρας, πρώην διάσημος τερματοφύλακας, σκοτώνει μια κοπέλα με την οποία έχει περάσει τη νύχτα στο διαμέρισμά της. Για να μην εντοπιστεί από την αστυνομία, παίρνει το λεωφορείο και πηγαίνει σε μια μακρινή συνοριακή πόλη. Νοικιάζει δωμάτιο στο ξενοδοχείο και περιπλανιέται στην πόλη και στα περίχωρά της, ενώ βυθίζεται όλο και περισσότερο στις σκέψεις και στην παράνοια.

«Μιλούσαν επιπλέον για πράγματα και κυρίως για πρόσωπα μ’ έναν τρόπο, λες και ο Μπλοχ όχι απλώς τα γνώριζε, αλλά ήξερε και όλα τους τα μυστικά. Η Μαρία είχε χτυπήσει τον Όττο μ΄εκείνη την τσάντα από δέρμα κροκόδειλου. Ο θείος κατέβηκε στο κελάρι και κυνήγησε τον Άλφρεντ μέχρι έξω στην αυλή: τελικά χτύπησε την Ιταλίδα μαγείρισσα με μια σημυδένια βέργα. Ο Έντουαρντ την κατέβασε με τ΄αυτοκίνητο ώς τη διασταύρωση κι έτσι αναγκάστηκε να πάει σπίτι της με τα πόδια∙ μάλιστα πέρασε μέσα από το δάσος του δράκου των μικρών παιδιών για να μην τη δουν να περπατάει μονάχη στο δρόμο των αλλοδαπών ο Βάλτερ και ο Καρλ∙ από ένα σημείο και μετά, αναγκάστηκε να βγάλει τα παπούτσια του χορού που της είχε χαρίσει ο κύριος Φρίντριχ. Αντίθετα, όταν ο Μπλοχ ανέφερε κάποιο όνομα, εξηγούσε για ποιον ακριβώς μιλούσε. Ακόμη και για τα αντικείμενα έδινε πάντα εξηγήσεις. Όταν μίλησε για κάποιον Βίκτορα, πρόσθεσε “ένας γνωστός μου”∙ όταν ανέφερε κάτι σχετικό με έμμεσα χτυπήματα, δεν περιέγραψε απλώς τι σήμαινε ένα έμμεσο χτύπημα, αλλά εξήγησε με λίγα λόγια, και ενώ οι δύο κομμώτριες περίμεναν τη συνέχεια της αφήγησής του, ποιοι ήταν οι κανόνες για το έμμεσο χτύπημα. Και όταν ανέφερε ότι ο διαιτητής είχε σφυρίξει κόρνερ που θα πει γωνία, θεώρησε τον εαυτό του υποχρεωμένο να τους εξηγήσει ότι, όταν λέμε γωνία στο ποδόσφαιρο, δεν εννοούμε τη γωνία ενός δωματίου. Όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο λιγότερο φυσικά του φαίνονταν όσα έλεγε. Σιγά σιγά ένιωθε την ανάγκη να εξηγεί κάθε μία λέξη. Προσπαθούσε να επιβληθεί στον εαυτό του για να μην αρχίσει να τραυλίζει. Μερικές φορές, όταν εκστόμιζε μια φράση που είχε σκεφτεί από πριν, μπέρδευε τα λόγια του∙ όταν αυτό που έλεγαν οι δυο κοπέλες κατέληγε ακριβώς όπως το είχε προβλέψει, δεν μπορούσε να απαντήσει αμέσως. Όταν μιλούσαν με κάποια οικειότητα, ξεχνούσε το μέρος όπου βρίσκονταν∙ δεν έβλεπε ούτε καν το παιδί με το σκυλί στο διπλανό δωμάτιο. Αντίθετα, όταν άρχιζε να μπερδεύει τα λόγια του μη ξέροντας πώς να συνεχίσει, και έψαχνε φράσεις που θα έπρεπε να πει, το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρισκόταν ήταν τόσο υπαρκτό, που άρχιζε να παρατηρεί και την παραμικρότερη λεπτομέρεια» (σελ. 91-92).

Σε αυτή την πόλη ένα παιδί έχει χαθεί. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του διεξάγονται παράλληλα με τις έρευνες για τον εντοπισμό του άνδρα: ο Μπλοχ μαθαίνει τις εξελίξεις από την εφημερίδα. Συναναστρέφεται με την ιδιοκτήτρια της ταβέρνας την οποία γνωρίζει από παλαιότερα, αν και αυτή δεν φαίνεται να τον πολυθυμάται. Μιλάει με τους θαμώνες, με τον επιστάτη του (άδειου) σχολείου, με τον τελωνοφύλακα και, τέλος, με έναν εμπορικό αντιπρόσωπο τον οποίο συναντά στις γραμμές του γηπέδου της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας∙ στο γνώριμό του πεδίο. Είναι απλώς ζήτημα χρόνου να τον βρουν.

Είναι φανερή η φροντίδα του Χάντκε για τη γλώσσα , η καθαρότητα και σαφήνεια στις περιγραφές, σε συνάρτηση πάντα με το ψυχικό τοπίο, στο βιβλίο αυτό. Προοδευτικά, ο ήρωας θα αρχίσει να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, θα βουλιάζει όλο και περισσότερο σε μια κατάσταση όπου οι λέξεις διαλύονται, χάνουν το νόημά τους. Αν και δολοφόνος, ο Μπλοχ δεν παύει να είναι συμπαθής στον αναγνώστη, που προσπαθεί να βρει κοινές συνισταμένες μαζί του, ενώ στο υπόβαθρο μπορεί να διακρίνει κανείς και μια αστυνομικού τύπου πλοκή.

«Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» έχει γίνει ταινία από τον Γερμανό σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, με τον οποίο ο Πέτερ Χάντκε συνεργάστηκε και σε άλλες ταινίες («Τα φτερά του έρωτα», «Λάθος κίνηση» κ.ά.).

Ο Πέτερ Χάντκε γεννήθηκε το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας από μητέρα σλοβενικής καταγωγής και πατέρα Γερμανό στρατιώτη. Τον μεγάλωσε ο θετός πατέρας του Μπρούνο Χάντκε και κράτησε το επώνυμό του. Σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Σφήκες». Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη το θεατρικό του «Βρίζοντας το κοινό». Ο Χάντκε δημοσίευσε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους Ευρωπαίους συγγραφείς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Πριν από το βραβείο Νόμπελ είχε τιμηθεί για το έργο του με τα βραβεία Μπίχνερ (1973) και Κάφκα (1979) . Από το 1991 ζει στη Σαβίλ της Γαλλίας, κοντά στο Παρίσι.