«Έρχονται φορές που για να καταλάβεις πόση πατρίδα σου ανήκει, αρκεί να κοιτάξεις τι νούμερο λιωμένα παπούτσια φοράς.»
(Απόσπασμα από το βιβλίο)
Ένα από τα διαχρονικότερα θέματα στην ιστορία της λογοτεχνίας –και όχι μόνο–, είναι ο έρωτας δυο ανθρώπων σε διάφορες χρονικές και τοπικές συγκυρίες. Και πρόκειται για ένα θέμα που σε οποιαδήποτε έκφρασή του πάντοτε έλκει το κοινό.
Όταν το 1967 διώκονται από την Κωνσταντινούπολη και οι εναπομείνασες οικογένειες Ελλήνων, ο Λευτέρης Αμπατζόγλου φτάνει στην Ελλάδα, που ήδη βρίσκεται υπό δικτατορικό καθεστώς. Ο εγκλιματισμός για την προσφυγική οικογένεια έχει αντιξοότητες, καθώς προσπαθούν να αφήσουν πίσω τον ξεριζωμό. Λίγα χρόνια μετά ο Λευτέρης πηγαίνει στην Κύπρο για να τραγουδήσει ως μέλος μιας παιδικής χορωδίας από τον Πειραιά, προσκεκλημένοι από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Εκεί θα συναντήσει τη Μάχη, μια νεαρή κοπέλα που τον μαγνητίζει από την πρώτη στιγμή. Δίνουν ραντεβού αργότερα, όμως οι συγκυρίες τούς κρατούν μακριά τον ένα από τον άλλο.
Λίγο πριν την τουρκική εισβολή, ο Λευτέρης υπηρετεί στην ΕΛΔΥΚ. Η συνάντησή του με τη Μάχη γίνεται τυχαία, ενώ η επίθεση του Τούρκων έχει αρχίσει. Χάνονται ξανά, για να βρεθούν μήνες αργότερα και να φύγουν για την Ελλάδα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Λευτέρης, που έχει κηρυχθεί αγνοούμενος, μαθαίνει πως καταζητείται από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών ως «επικίνδυνος δια την εθνικήν ασφάλειαν της χώρας». Και τότε ο αγώνας των δύο νέων να κρατηθούν μαζί και να διατηρήσουν άσβεστη τη φλόγα της αγάπης τους γίνεται δύσκολος και επικίνδυνος.
Το μυθιστόρημα του Θοδωρή Τσάκωνα έχει γρήγορη ροή, ενώ η γλώσσα είναι απλή και μεστή. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, που δεν κουράζουν τον αναγνώστη και τον ωθούν να διαβάζει συνεχώς, όλο και περισσότερο. Οι χαρακτήρες είναι πειστικοί, ενώ οι διάλογοι, λιτοί, προωθούν την εξέλιξη της ιστορίας.
Από τα πιο θετικά στοιχεία του βιβλίου είναι η εικόνα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, που αποδίδεται παραστατικά τόσο μέσω των ηρώων, όσο και από τις εικόνες που παρουσιάζονται στο φόντο. Επίσης, εξαιρετική είναι και η απεικόνιση της Ελλάδας στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να διορθωθούν, θα μπορούσα να βρω, όμως κρίνω ότι ούτε θα άλλαζαν πολύ το αποτέλεσμα, ούτε θα ενδυνάμωναν την αίσθηση που απομένει στο τέλος, διαβάζοντας ένα τέτοιο καλό βιβλίο.
Επειδή όμως, εκείνο που με εξίταρε πραγματικά ήταν το τέλος του βιβλίου, ως κατακλείδα θα παραθέσω μια φράση από το οπισθόφυλλο : «καθένας βιώνει τη δική του πραγματικότητα, διαμορφώνοντας μια ξεχωριστή αλήθεια για την τύχη του ήρωα. Τι συμβαίνει, όμως, όταν όλες αυτές οι διαφορετικές αλήθειες συναντώνται;»