H συγγραφή ενός ευφυούς αστυνομικού μυθιστορήματος είναι αναμφίβολα από μόνη της μια ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση. Όταν όμως ο συγγραφέας καταπιάνεται με την επινόηση του τέλειου άλλοθι και μάλιστα κατασκευασμένου από πολλές οπτικές γωνίες με εγκιβωτισμένες άρτια οργανωμένες στρατηγικές, τότε το βιβλίο ξεφεύγει από τα απλά όρια μιας αστυνομικής ιστορίας και ανυψώνεται σε αληθινή τέχνη.
O Keigo Higashino με την «Αφοσίωση του υπόπτου Χ» αποδεικνύει ότι φέρει επάξια τη φήμη ενός από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της Ιαπωνίας. Όπως και ο Μουρακάμι, καταπιάνεται με τη φιλοτέχνηση ηρώων φαινομενικά ψυχρών ή για την ακρίβεια εγκεφαλικών, για να αποδειχτεί στη συνέχεια το συναισθηματικό μεγαλείο που κρύβουν κάτω από την επιφανειακή αρραγή μάσκα μιας άκρως ψύχραιμης και ψυχρής προσωπικότητας.
Ο ευφυής μαθηματικός Ισιγκάμι, ο οποίος έλκεται όχι μόνο από τη λύση αλλά και από την κατασκευή δύσκολων μαθηματικών προβλημάτων, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα έγκλημα που διέπραξε η γειτόνισσά του Γιασούκο, όταν δολοφόνησε τον πρώην σύζυγό της Τογκάσι μαζί με την κόρη της. Εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς ποιο μπορεί να είναι το ενδιαφέρον ενός βιβλίου στο οποίο ο δολοφόνος είναι γνωστός εξαρχής. Και όμως, ο Higashino πετυχαίνει την απόλυτη υπέρβαση στο αστυνομικό του μυθιστόρημα με το να ασχοληθεί με την κατασκευή του τέλειου άλλοθι, κάτι που κατά κοινή παραδοχή δεν υπάρχει, όπως αποδεικνύεται και σε αυτό το βιβλίο χάρη στην παρουσία ενός δευτερεύοντος ήρωα, του επίσης ευφυούς φυσικού και συμμαθητή του Ισιγκάμι, Γιουκάβα. Ο ένας υφαίνει λοιπόν τον ιστό του και ο Γιουκάβα επίσης με έναν αριστοτεχνικό τρόπο σκέψης τον ξηλώνει για να φτάσει εντέλει στο πιο βαθύπνοο μήνυμα αυτού του βιβλίου, που στόχο δεν έχει να εξυμνήσει τη νοημοσύνη και την ανθρώπινη ευφυΐα αλλά το βάθος των ανθρώπινων συναισθημάτων και να υπογραμμίσει τις ανθρώπινες προεκτάσεις που μπορεί να κρύβει πίσω του ένα έγκλημα.
Όχι, σε καμία περίπτωση ο Higashino δεν αποσκοπεί να εξυμνήσει ή να αναγάγει σε ήρωα έναν δολοφόνο, αλλά επιδιώκει να φωτίσει εκείνες τις πτυχές μιας εγκληματικής συμπεριφοράς που συνήθως μένουν στην αφάνεια όσο οι Αρχές αναλώνονται σε αποτυπώματα, DNA και καταθέσεις μαρτύρων. Χάρη στον Ισιγκάμι και τον Γιουκάβα, ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία του μέσα σ’ ένα πλέγμα ανθρώπινων συναισθημάτων που κινούνται από την απλή φιλία δυο ανδρών και τη μητρική αγάπη μέχρι τις τραυματικές συμπεριφορές που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ζευγάρια και σε παθολογικές μορφές ερώτων που οδηγούν ακόμη και στην αυτοθυσία. Η ευφυΐα που εξυμνείται από την πένα του Higashino εναρμονίζεται στο έργο του με την απλότητα και τη συναισθηματική ανασφάλεια που χαρακτηρίζει τον ήρωά του, καθιστώντας τον Ισιγκάμι μια δυνάμει υπαρκτή προσωπικότητα που ξεπερνά τα όρια της χάρτινης υπόστασής του και μετατρέπεται στη φαντασία του αναγνώστη σε πρόσωπο υπαρκτό. Η δε Γιασούκο ενσαρκώνει στο πρόσωπό της το σύνολο των κακοποιημένων γυναικών που αποζητούν έναν αληθινό προστάτη, τον οποίο στο βιβλίο υποδύεται άψογα ο Ισιγκάμι.
Παρότι εν πρώτοις κορυφαίες στιγμές του βιβλίου είναι εκείνες στις οποίες ο συγγραφέας, πίσω από τα προσωπεία των δύο κεντρικών ευφυών του ηρώων, πλέκει και λύνει ασταμάτητα τον ιστό του άλλοθι που φιλοτεχνεί, το αποκορύφωμα έρχεται όταν τα ηνία των πράξεων αναλαμβάνουν τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών που τους εξαγνίζουν παρά τα ειδεχθή τους εγκλήματα, αποδεικνύοντας πως ακόμη και οι φονιάδες είναι συνήθως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι με φυσιολογική ζωή, συναισθήματα και τραύματα και αρκεί μια και μόνη κακή στιγμή για να περάσουν σε μια άλλη διάσταση δράσης.
Με τη δύναμη μιας γλώσσας λιτής και διεισδυτικής και συνάμα με την ευρηματικότητα στο ξετύλιγμα του αστυνομικού μυστηρίου, με τον ένα άσσο να εναλλάσσεται με τον άλλο στο μανίκι του συγγραφέα, η «Αφοσίωση του υπόπτου Χ» υπόσχεται στους αναγνώστες δυνατές συγκινήσεις.