Μια δικαιωμένη ζωή

Ο Κρίστοφερ Χίτσενς γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1949 στο Πόρτσμουθ (Βρετανία) και πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου 2011 στο Χιούστον του Τέξας (ΗΠΑ). Σπούδασε Φιλοσοφία, Πολιτικές Επιστήμες και Οικονομία στο κολέγιο Μπέλιολ της Οξφόρδης. Πολιτικός ακτιβιστής, ενταγμένος στους Διεθνείς Σοσιαλιστές στη δεκαετία του 1960, μαχητικός αρθρογράφος, δεινός ρήτορας και από ένα σημείο και μετά τηλεοπτική περσόνα, δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός, δημοσίευσε πάμπολλα άρθρα και κριτικές. Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα περιοδικά New Statesman, The Nation, Vanity Fair. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Μητέρα Τερέζα» (Στάχυ, 2000), «Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ (Εστία, 2003), «Γράμματα σε ένα νέο αντιρρησία» (Εστία, 2003), «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα» (Scripta, 2008). Αποτελεί ίσως ειρωνεία της τύχης ότι αυτός ο «φίλος της Ελλάδας» («Βήμα», 16/12/2011), λόγω των θέσεών του υπέρ της Κύπρου και της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα, «έφυγε» λίγες εβδομάδες μετά την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων του, με τον τίτλο Hitch-22,  στα ελληνικά.

Στο βιβλίο αυτό, ο Χίτσενς αναφέρεται στη μητέρα του, την Ιβόν, στον υποπλοίαρχο πατέρα του, στην εκπαίδευση που έλαβε στο Κέμπριτζ και στην Οξφόρδη, στην πολιτική του ένταξη, στην εισδοχή του στους «κύκλους» της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνικής κριτικής, στη μετανάστευσή του στην Αμερική και την απόκτηση μιας δεύτερης «ταυτότητας», στις αποστολές και στα ταξίδια του – όχι απαραίτητα με χρονολογική σειρά. Αναφέρεται όμως και στους φίλους του, ανθρώπους που τον ενέπνευσαν και που μοιράστηκε μαζί τους τις ιδέες και τη ζωή του. Έτσι, ενώ σκιαγραφεί τη δεκαετία του 1960 όπως την έζησε, μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», όπου σχεδόν κάθε πρωί «μια νέα κρίση μ΄ έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι» (σελ. 126) και καταγράφει την εμπειρία του από ένα ταξίδι ως νεαρός σοσιαλιστής από την Αβάνα στην Πράγα, μας γνωρίζει τον ποιητή Τζέιμς Φέντον (στον οποίο αφιερώνει και το βιβλίο), τον συγγραφέα Μάρτιν Έιμις και τον Σαλμάν Ρούσντι των «Σατανικών στίχων», «ο κλειστοφοβικός κόσμος μέσα στον οποίο ήταν αναγκασμένος να ζει για μερικά χρόνια, ήταν προάγγελος του κόσμου στον οποίο όλοι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ζούμε σήμερα» (σελ. 315). Κι ενώ εξηγεί, με δημοσιογραφική τεκμηρίωση, γιατί τάχθηκε υπέρ του πολέμου που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο Ιράκ το 2003, γράφει ένα μακροσκελές υστερόγραφο για έναν νεαρό Αμερικανό στρατιώτη που έχασε τη ζωή του εκεί, την οικογένεια του οποίου έσπευσε να συναντήσει για να της προσφέρει, όσο ήταν δυνατόν, παρηγοριά.

Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα κεφάλαια όπου μιλά για τον εαυτό του. Με αφορμή την ανακάλυψη της εβραϊκής του καταγωγής (από την πλευρά της μητέρας του), ταξιδεύει στην Πολωνία, στο Βρότσλαβ/Μπρέσλαου, για να βρει τι ώθησε τον προπάππο του να εγκαταλείψει τον τόπο του μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Παράλληλα με αυτή την έρευνα, θα καταγράψει τη θέση του για την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ ή ενός εβραϊκού κράτους σε κατεχόμενη γη (δείτε τη διαφορά) – και θα διακηρύξει, μακριά από κάθε υπόνοια «πολιτικής ορθότητας», την αμέριστη υποστήριξή του προς τους Παλαιστινίους. Ενώ η ελευθεροφροσύνη του τον κάνει να συγκρουστεί με τον μεγάλο Παλαιστίνιο διανοούμενο της διασποράς, τον Έντουαρντ Σαΐντ, δεν διστάζει να αφιερώσει και σε αυτόν ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τον ενδεικτικό τίτλο «Παρακμή, μετάλλαξη ή μεταμόρφωση;» (σελ. 448-469), ο συγγραφέας επεξεργάζεται και διευρύνει αυτό που είχε πει από το προοίμιο (σελ. 29), ότι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα του Hitch-22 είναι «η απαίτηση, επιβεβλημένη από μια ζωή γεμάτη αντιφάσεις, να τηρεί δύο διαφορετικά κατάστιχα», αφήνοντάς μας, παράλληλα, μια αισιόδοξη παρακαταθήκη για το μέλλον.

Αν ως δημόσιο πρόσωπο ο Κρίστοφερ Χίτσενς υπήρξε αντιφατικός, αν εγκατέλειψε τις αριστερές ιδέες της νιότης του για να γίνει ένας «νεοσυντηρητικός», όπως τον κατηγόρησαν, πάντως υπήρξε μέχρι τέλους ένας υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ένα ελεύθερο πνεύμα που εξέφραζε με παρρησία τις απόψεις του. Από αυτήν την άποψη, ο υπότιτλος στην ελληνική έκδοση, «Αμιφισβητίας εκ πεποιθήσεως», είναι εύστοχος αν και κοινότοπος. Ωστόσο, από την ανάγνωση των απομνημονευμάτων του, ο επίδοξος βιβλιόφιλος, βιβλιοκριτικός ή δημοσιογράφος θα συγκρατήσει την ευρυμάθεια και την αγάπη του για τη λογοτεχνία. Τα παραθέματα από βιβλία που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τον διαμόρφωσαν είναι πάρα πολλά. Η έγνοια του να ζήσει μια δικαιωμένη ζωή (βλ. τις απαντήσεις του στο κατά Χίτσενς «ερωτηματολόγιο του Προυστ», σελ. 374-76) φαίνεται να στηρίχθηκε στα γερά θεμέλια μιας εκπαίδευσης που τον έκανε, πάνω απ΄ όλα, να λατρεύει το διάβασμα και το γράψιμο. Η δουλειά μου είναι η ζωή μου, μας λέει στις πρώτες σελίδες. Και το απέδειξε μέχρι το τέλος.