Συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας που άφησε ένα ιδιαίτερο, προσωπικό στίγμα στο είδος με τα έργα του (όπως τα «Πλημμύρα», «Κρυστάλλινος Κόσμος», «Έκθεση Ωμοτήτων», «Crash»), ο J.G. Ballard έγινε περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό εξαιτίας του ημιαυτοβιογραφικού «Η Αυτοκρατορία του Ήλιου», γνωστού επίσης από την ομότιτλη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το «High-Rise», ένα ακόμη εμβληματικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά, 42 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση.
Στο «High-Rise» η ζωή των ηρώων καθορίζεται από τον τεράστιο ουρανοξύστη, ένα κτήριο σαράντα ορόφων, με χίλια διαμερίσματα, σουπερμάρκετ, τράπεζες, σχολεία, πισίνες, εμπορικά κέντρα και χώρους αναψυχής. Χτισμένο από τον εκκεντρικό αρχιτέκτονα Άντονι Ρόιαλ, που κατοικεί στον τελευταίο του όροφο, ο ουρανοξύστης φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα πολυτελές και αυτάρκες οικοσύστημα, που θα προσφέρει στους ενοίκους του όλες τις ανέσεις αλλά και τη διακριτικότητα που απαιτεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Ωστόσο, ενώ όλα φαίνονται ιδανικά και οργανωμένα στην εντέλεια στην αρχή, η ανθρώπινη συνύπαρξη θα φέρει μαζί της, σαν συμβιωτικό οργανισμό, ένα κλιμακούμενο χάος…
Ο πρόσφατα χωρισμένος γιατρός Ρόμπερτ Λανγκ θα μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στον 25ο όροφο του ουρανοξύστη, πιστεύοντας ότι οι ευκολίες που θα του παρέχουν οι υπηρεσίες του κτηρίου, η πλήρης ανεξαρτησία που θα απολάμβανε μέσα στους αυτορυθμιζόμενους χώρους του, και η ευκαιρία για νέες γνωριμίες με τους γείτονές του, θα κάνουν πιο εύκολη τη νέα του ζωή. Σύντομα όμως θα διαπιστώσει πως η καθημερινή ρουτίνα στο περίεργο αρχιτεκτόνημα επηρεάζεται ολοένα από ανούσιες συγκρούσεις και μια μανία αυτοκαταστροφής. Εν τω μεταξύ, ο τηλεοπτικός παραγωγός Ρίτσαρντ Γουάιλντερ, που μένει μόλις στον 2ο όροφο με την οικογένειά του, σκέφτεται να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή των ενοίκων, ιδέα που επιτείνεται από την αυτοκτονική πτώση ενός εξ αυτών, και ξεκινά μια αποφασισμένη ανάβαση στους από πάνω ορόφους, εκεί όπου ζουν οι πιο ευκατάστατοι και προνομιούχοι.
Οι κοινωνικές εντάσεις στον ουρανοξύστη προκαλούνται από την ιεράρχηση που επιβάλλει η κάθετη δομή του: η πιο φτωχή, εργατική τάξη μπορεί να βρει διαμέρισμα στους πρώτους ορόφους, έπειτα ακολουθούν οι εύποροι επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, στελέχη επιχειρήσεων και ακαδημαϊκοί, και στους τελευταίους ορόφους βρίσκει καταφύγιο η «αριστοκρατία». Το σχόλιο του Μπάλαρντ είναι σαφώς κοινωνιολογικό και την ίδια στιγμή βαθιά ψυχολογικό – η έμφυτη τάση του ανθρώπου για εχθρότητα και συγκρούσεις, όταν βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα σύστημα όπου η σχετική αφθονία και τα προνόμια κατανέμονται άνισα, εικονοποιείται με τρόπο επιδέξιο. Η γραφή, τριτοπρόσωπη, αποστασιοποιημένη και κλινική, όπως ταιριάζει σε έναν ανατόμο της ανθρώπινης φύσης, παρακολουθεί με αναλυτικό τρόπο όσα συμβαίνουν στο μυαλό και στις πράξεις μιας μικρο-κοινωνίας που μοιάζει να βρίσκεται σε συνθήκες εργαστηρίου.
Το εκπληκτικό με το «High-Rise», όπως άλλωστε και με όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά έργα, είναι ότι, παρότι γραμμένο τη δεκαετία του ’70, παραμένει μέχρι σήμερα φοβερά επίκαιρο. Ο Μπάλαρντ είναι ανησυχητικά μοντέρνος και το «High-Rise» μια προφητική μυθιστορηματική δυστοπία για όσα συμβαίνουν στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής.