Μπρος στο θαύμα και το τραύμα των γυναικών

Πότης, παίκτης, ποιητής του μέγα ελάχιστου (sic), ταξιθέτης του αστικού ουρλιαχτού που δεν βρίσκει τρόπο να εκφραστεί, αλλά κληροδοτείται από άνθρωπο σε άνθρωπο, μέσα σε πόλεις λιμναίες και σε πόλεις αεροστεγείς, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που η ακαδημαϊκή, εστέτ, αντίληψη τον έχει κατατάξει: ένας κοινός πορνογράφος με εξημμένες επινοήσεις σπερματικής υφής.

Κι όμως, η «ωμή δύναμη» των λέξεων του Χένρι Τσινάσκι –το άλλο πρόσωπο του Μπουκόφσκι–, είναι στην πραγματικότητα η σύνοψη μιας ζωής ανεξάρτητης, χτυπημένης στο αμόνι της χώρας της «ευκαιρίας», μοναχικής εν μέσω λύκων, αρυτίδωτου σθένους μπρος στον γκρεμό της λογοτεχνίας. Ο Μπουκόφσκι δεν φοβάται να τσαλακωθεί με τις λέξεις και διά των λέξεων. Αν του πρέπει ένα βάραθρο για να πέσει, προτιμάει αυτό να είναι η καθημερινή, αδιάπτωτη μάχη με τις λέξεις και τις έννοιες. Για τη λυτρωτική εμβροντησία της λογοτεχνίας, άλλωστε, παράτησε το καθημερινό άχθος των δουλειών του ποδαριού που έκανε για χρόνια και τη…σταθερή θέση υπαλλήλου στο ταχυδρομείο. Για τη λογοτεχνία, το ποτό και τις γυναίκες, που όλα μαζί αποτέλεσαν τα θαυμαστά συστατικά του βίου του.

Οι «Γυναίκες» γράφτηκαν το 1978, ήτοι την περίοδο που δειλά δειλά ο Μπουκόφσκι άρχισε να γίνεται γνωστός. Περισσότερο στην Ευρώπη και λιγότερο στις ΗΠΑ, όπου περνιόταν ωσάν κακός σπόρος (κάτι που παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του). Αυτή η γαργαντουική εξιστόρηση των περιπετειών του με λογής γυναίκες-γκρούπις που βρέθηκαν στο δρόμο του, χτύπησαν το τηλέφωνό του, τον άκουσαν σε απαγγελίες ποίησης, μοιράστηκαν μαζί του το τελευταίο ποτό της ημέρας, ξάπλωσαν γυμνές σε λερά σεντόνια, έκλεψαν λίγη από την ψυχή της μοναξιάς του, όλες τούτες οι ευφάνταστες εξιστορήσεις, δεν φέρουν το σφρίγος και το περισπούδαστο ταξίδι ενός Δον Ζουάν από σώμα σε σώμα, αλλά είναι πνιγμένες στην απόγνωση, την τρέλα, την αστραπή ενός ξαφνικού θανάτου.

Ο Μπουκόφσκι δεν επιχαίρει για τις κατακτήσεις του, άλλωστε πολλές φορές τις αντιμετωπίζει σαν βάρος που του υφαρπάζει την ψυχή, ως μια αναγκαία συνθήκη για να γευτεί δέρμα κι από αυτό να φτιάξει λέξεις. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν το ζει, πως δεν γεύεται τη στιγμιαία ηδονή (άλλη μια μορφή μοναξιάς) ή δεν γίνεται ικέτης της αγάπης. Το ταξίδι του είναι σωματικό και ψυχικό συνάμα.

Οι «Γυναίκες» από άποψη ύφους δεν έχουν καμία σχέση με τα πρώιμα  “Confessions of a Man Insane Enough to Live with Beasts”, “Days Run Away Like Wild Horses Over the Hills” και τις γνωστές «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου». Εκεί η τρέλα της καθημερινότητας, η απόγνωση αχνίζουν και καθορίζουν τη γραφή του. Εδώ ο Μπουκόφσκι αρχίζει να απολαμβάνει την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της δουλειάς-δουλείας και να περιπλέκεται στον ιστό της λογοτεχνίας – όχι φυσικά χωρίς αμυχές.

Ας μην ξεχνάμε πως ο Μπουκόφσκι παρέμεινε μέχρι τέλους ένας αποσυνάγωγος, σε μια κοινωνία που, περνώντας από τα πάθη και τα λάθη του Βιετνάμ, της ειρηνικής επανάστασης της ροκ και των «παιδιών των λουλουδιών», κλείνεται ολοένα και περισσότερο στο κυνικό καβούκι της και αποζητάει τις ευκαιρίες παντί τρόπω. Σε αυτή την καθημερινή ζούγκλα ο Μπουκόφσκι είναι ανυπεράσπιστος, γι’ αυτό και κάνει πέρα για να περάσουν τα νιόβγαλτα ταλέντα της κερδώας επιτυχίας. Του φτάνει ένα ποτό, ένα ποτάμι ποτών, κάποιες γυναίκες, ένα ποτάμι από γυναίκες και λέξεις, ένα αφρισμένο ποτάμι από λέξεις που άλλοτε έγιναν ποιήματα κι άλλοτε πεζά. Η πρόζα του Μπουκόφσκι είναι ανεπιτήδευτη, γράφει όπως θα έγραφε ένας εργάτης εργοστασίου, είναι ένας εξ αυτών, δεν είναι ένας λογοτεχνικός αυθέντης, απεχθάνεται τις κατηγοριοποιήσεις και το μόνο που τον νοιάζει είναι να μπορεί να ξύσει την πλάτη του (όπως έχει πει σε μια από τις πολλές, περιπετειώδης συνεντεύξεις του).

Η μετάφραση του βιβλίου καλόπεσε στα χέρια του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, που γνωρίζει το έργο του Μπουκόφσκι εις βάθος. Το να μεταφράσει κανείς Μπουκόφσκι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται μια χαλαρή δουλειά. Εύκολο λεξιλόγιο, ευθύγραμμη τοποθέτηση των νοημάτων. Πόσο λάθος! Αν χάσεις το ύφος του, είναι σαν να μεταφράζεις… συνταγή για φάρμακα. Τα έχεις χάσει όλα. Ο Μπαμπασάκης ακολουθεί τη σωστή ρότα μέχρι την τελευταία λέξη. Το επίμετρο, δε, που συμπληρώνει την παρούσα έκδοση, είναι ένα μικρό διαμάντι.