Αρχικά, ο ευρηματικός τίτλος είναι αυτός που εξάπτει την περιέργεια και που ως αλληγορία συμπυκνώνεται στη φράση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ που η Βούλα Μάστορη χρησιμοποιεί ως μότο: «Το μπονσάι, ιαπωνικό αριστούργημα συνεργασίας με τη φύση, το λυγίζουν, το κλαδεύουν, το υποσιτίζουν, για να το μετατρέψουν σιγά σιγά σ’ αυτό το θαύμα που θα διαρκέσει αιώνες».
Όμοια και οι τρεις γενιές γυναικών που αποτελούν τις ηρωίδες του βιβλίου, η Θεανώ, η Κατερίνα και η Νανώ, μοιρασμένες αντίστοιχα σε τρεις διαφορετικές εποχές που συναντώνται και συγκρούονται χάρη στους δεσμούς αίματος που τις ενώνουν, «λυγίζουν», «κλαδεύονται» και «υποσιτίζονται» μέσα σε θεσμούς και στερεότυπα που προσπαθούν να ακρωτηριάσουν τη διάθεσή τους για αυτονομία.
Η έννοια του αυτοπροσδιορισμού εντός και εκτός των ορίων μιας κοινωνίας φαίνεται να αποτελεί τον πυρήνα και την έμπνευση της συγγραφέως, που πρωτοτυπεί με την εναλλαγή μιας εσωτερικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης των ηρώων της και μιας εξωστρεφούς τριτοπρόσωπης και συνάμα «απρόσωπης» αφήγησης της ίδιας της συγγραφέως η οποία αναλαμβάνει να αποκαταστήσει μια αντικειμενική ισορροπία στη ροή της ιστορίας.
«Άλλα μέλη της κοινωνίας αποδέχονται την τεχνική μπονσάι παθητικά, άλλα την αντιμάχονται εντός της “γλάστρας”, άλλα την αρνούνται με μια απέλπιδα “έξοδο” και άλλα απλά μαραζώνουν μέσα σε αυτή», παρατηρεί η Βούλα Μάστορη στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Στέλλα Αλαφούζου, αποκαλύπτοντας τον διαχρονικό προβληματισμό της κοινωνικής επιρροής πάνω στην ολοκλήρωση του ατόμου που αποτέλεσε για κείνη πηγή έμπνευσης.
Οι ηρωίδες της Μάστορη διαθέτουν σθεναρή προσωπικότητα και αποφεύγουν με τόλμη τη «γλάστρα». Πιο μαχητική απ’ όλες η μεσαία γενιά, που αντιπροσωπεύεται από την Κατερίνα. Η Κατερίνα τολμά να έρθει σε σύγκρουση με ό,τι στοιχειοθετεί μια τακτοποιημένη κοινωνικά ζωή. Αρνείται να παντρευτεί, αποκτά εξώγαμο παιδί και αντιστέκεται στη βούληση μιας μητέρας που έμεινε φρόνιμη μες στις κοινωνικές επιταγές, προτιμώντας να υπερασπίζεται ό,τι συνιστά την ηθική τάξη πραγμάτων της εποχής της παρά να παρασυρθεί απ’ τα προστάγματα των συναισθημάτων της για τον Σπύρο Ραχιώτη.
Η Νανώ απ’ την άλλη, η μικρότερη γυναίκα σ’ αυτό το θηλυκό τρίπτυχο αξιών που προβάλλει η Μάστορη, αποτελεί την εκπρόσωπο μιας συγκερασματικής αναδιάταξης της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, που συνδυάζει τις άκαμπτες και απαρέγκλιτες κοινωνικές επιταγές με τα περιθώρια αυτοδιάθεσης που ορίζει μέσα σ’ αυτές η ίδια η γυναίκα.
Η κλειδωμένη διαχωριστική πόρτα των διαμερισμάτων μάνας και κόρης και η σθεναρή περιφρούρηση αυτής της ατομικότητας από την εγγονή αποτελεί κορυφαίο εύρημα της Μάστορη, με το οποίο υπογραμμίζει τη μοναξιά μες στην οποία καθορίζεται πάντα η ανθρώπινη αυτοδιάθεση.
Η Νανώ, η εγγονή, αντιθέτως μοιάζει να αντιδρά στην… αντίδραση της μάνας της σε ό,τι έχει να κάνει με τα κοινωνικά σχήματα και προσχήματα. Εντάσσεται οικειοθελώς στην αγάπη του Χίρο και στη γιαπωνέζικη κουλτούρα του, αδιαφορώντας για την καταστρατήγηση της γυναικείας χειραφέτησης όταν τρέχει αξημέρωτα να αγοράσει ζεστά κρουασάν στον άντρα που λατρεύει, δίχως να θεωρεί υποτιμητική την υποδούλωσή της στην αγάπη.
Η Νανώ, χαρακτήρας καταλύτης, συνισταμένη της υποταγμένης και της ριζο-σπαστικής γενιάς που την ακολούθησε, γεφυρώνει τα χάσματα και από-δεικνύει πως οι άνθρωποι-μπονσάι μπορούν κάλλιστα να είναι ευτυχισμένοι μέσα στη… γλάστρα τους.
Θα ήταν αναμφίβολα μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφερόταν η επιτυχής μεταφυσική αναφορά της συγγραφέως. Γιαγιά, μάνα κι εγγονή χαρακτηρίζονται από μια «θανατηφόρα» ιδιαιτερότητα. Όποιος τις αγγίζει χωρίς τη θέλησή τους βρίσκει έναν άδοξο θάνατο. Η απόπειρα του βιασμού τους γυρνάει μπούμερανγκ κατά του βιαστή, όπως και η οποιαδήποτε καταστρατήγηση μιας ξένης ελευθερίας είναι ζήτημα χρόνου να αποδειχτεί ολέθρια για εκείνον που τη διαπράττει.
Η ηθογραφική προσέγγιση της σύγχρονης Ιαπωνίας, συνδυασμένη με παρατηρήσεις εθνογραφικής και συγκριτικής προσέγγισης της ελληνικής και της γιαπωνέζικης κουλτούρας, καθιστά το εν λόγω βιβλίο μια ενδιαφέρουσα πρόταση για ανάταση, πληροφόρηση και προβληματισμό.
Αν εξαιρέσει κανείς την κάπως χαλαρή ρυθμικότητα της γλώσσας του κειμένου, η αυστηρή συγκρότηση της εσωτερικής συνοχής των συμβόλων και η ευρηματικότητα θέματος, αρμών, δομής και πλοκής αναδεικνύει τη «Γυναίκα μπονσάι» σε ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα για αναγνώστες που επιμένουν να αναζητούν μια δυναμική λογοτεχνία.