Αντιρατσιστικό

 

Ο μετανάστης,

είναι σαν το διπλωμένο χαρτί.

Όσο και να σιδερώνεις τη γραμμή, τις γωνίες,

τα παλιά σβησίματα,

παραμένει ίδιος στο χρώμα,

στο βλέμμα και στο βάρος.

Αμετακίνητη η ρυτίδα του χαρτιού…

Ο μετανάστης,

έχει άγρυπνο το όνειρο

και μένει φανατικός μιας νοσταλγίας

που πάντα συγκινεί.

 

Δεν το θέλω διπλωμένο αυτό το χαρτί.

Στην αγάπη

δεν λέω ψέματα,

και τα βήματά μου

δεν αλλάζω με άλλα πιο βιαστικά.

Μια μέρα,

απ’ τις δικές σας κατηγόριες

θα ματώνετε ακόμη και τον ήλιο. (σελ. 26).

Μετανάστης κι ο ίδιος, με ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα κοινωνικού αποκλεισμού, ο Λουάν Τζούλις, που γεννήθηκε στο Ντεβόλ της Κορυτσάς το 1955, σπούδασε Βιομηχανική Χημεία, αλλά από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία κι απέσπασε σημαντικά βραβεία στη χώρα του, ζει και δημιουργεί στην Ελλάδα από το 1995, όπου διαμένει με την οικογένειά του.

Δηλώνω με την πίστη

 

Στο όνομα του Θεού

βάφτισα ατέλειωτα έργα.

Ανθρώπους, ζώα, πουλιά, γεγονότα,

χωρίς χρόνο και ημερομηνία.

Στο τέλος θα βαφτίσω και τον φόβο.

 

Είδα

πως ούτε ο Θεός αντέδρασε.

Πάντως φεύγοντας,

στην τσέπη βρήκα κάτι

που το είχε αφήσει

μάλλον Εκείνος:

 

Την Ελπίδα. (σελ. 54)

Πικρά αισιόδοξη ποίηση με μπωντλερικές καταβολές, δεν αποφεύγει τη σκοτεινιά, δεν ξορκίζει τα ερέβη, χωρίς ωστόσο να τα προτιμά και να έλκεται απ’ αυτά. Στον αντίποδα της καζαντζακικής έκφρασης «Δεν ελπίζω τίποτα», ο Λουάν Τζούλις ελπίζει διακριτικά σε ένα καλύτερο αύριο για όλους τους ανθρώπους και ειδικά για τους αδυνάμους.

Να το ακούσεις

 

Το ρήμα «αγαπώ»

δεν το χρησιμοποιώ όπως πριν. Το προσέχω.

Έχει φθαρεί τόσο πολύ,

ώστε φοβάμαι να το σηκώσω

χωρίς να πάρω βαθιά ανάσα.

Φωνάζω «σε νιώθω»

με την έννοια πως ένα μεγάλο κομμάτι

απ’ τον εαυτό μου

κατοικεί εκεί…

Μοιράστηκα με σένα και η σκέψη μου

δροσίζεται με τη φωνή σου.

Δεν σου λέω «σ’ αγαπώ»,

γιατί φοβάμαι μη σε χάσω…

Να το πιστέψεις… (σελ. 78).

Ο έρωτας και το διαρκές αίτημα της αγάπης εντάσσονται σε ένα χριστιανικό πλαίσιο χαρμολύπης υπαρξιακής, βαθιά βιωμένης, χαραγμένης στα πονεμένα κύτταρα της ομιλούσας ποιητικής φωνής.

Χαρμολύπη είναι κι ο τίτλος του επομένου ποιήματος της σελ. 79, που δεν θα σας το αποκαλύψω για να αναζητήσετε το βιβλίο. Τα αποσπάσματα που ανθολογώ είναι εκείνα που θα φωτίσουν τη δική μου κριτική άποψη και θα ενισχύσουν έναν κάποιον ειρμό στην αναζήτηση του Μινώταυρου μέσα στον νοητικό λαβύρινθο κάθε ποιητικής δημιουργίας.

Οι ποιητές χτίζουν κόσμους κι ο κόσμος του Λουάν Τζούλις είναι συμ-πονετικός κι αφοπλιστικά ταπεινός μέσα στη σεμνή οργή του για κάθε Αδικία κι αποκλεισμό.

Κι όπως λέει στο οπισθόφυλλο επεξηγώντας τον τίτλο αυτής του της ποιητικής συλλογής:

Τόσο γυμνό

                        καμιά εποχή δεν με βρήκε.

                        Μοιάζω δέντρο φυλλοβόλο,

                        που περιμένει να ανθίσει ελπίδες.

                        Όχι πάντα.

                        Τώρα, νιώθω πως τα φύλλα που είχα

                        μου τα έφαγαν άδικα

                        αδέσποτες κάμπιες…

                        Έχω την αίσθηση

                        πως σύντομα

                        θα ανθίσω ξανά.

Του το ευχόμεθα διακαώς!