«Ο χρόνος είναι ο πατέρας της αλήθειας»

Το να γράψεις ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον Χρόνο είναι σίγουρα φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα. Η Πασχαλία Τραυλού το επιχειρεί συνειδητά, αρνούμενη να επαναπαυτεί στην εμπορική επιτυχία των βιβλίων της. Και το επιχειρεί με έναν τρόπο πρωτότυπο, χρησιμοποιώντας ως κομπάρσους τους ήρωες του μυθιστορήματος που, όπως όλοι μας, προτιμούν να ξεχνούν την αρχαία δύναμη του Χρόνου και θέλουν να πιστεύουν ότι αποτελεί δική τους εφεύρεση: προσπαθούν να τον μετρήσουν, να τον υπολογίσουν, να τον φυλακίσουν σε αριθμούς, ημερομηνίες και αναμνήσεις, να τον προβλέψουν… Για να βρεθούν προ πικρών εκπλήξεων όταν εκείνος τους αποδεικνύει ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να σπάσει τη γυάλινη κλεψύδρα που τους χάρισε όταν γεννήθηκαν και να τους στερήσει το περιθώριο που νόμιζαν ότι είχαν για να ζήσουν, να δημιουργήσουν, να ερωτευτούν, να κερδίσουν ό,τι έχασαν…

Η κυρίως πλοκή αφηγείται την ιστορία της Βέρας, μιας συγγραφέως στα μέσα του δρόμου ηλικιακά, που, αν και επιτυχημένη στο αντικείμενό της, κουβαλάει την κρυφή πληγή της: μια κόρη που δεν ζει πια μαζί της, μια κόρη που δεν την βλέπει να μεγαλώνει, μια κόρη υπαρκτή και ταυτόχρονα εγκλωβισμένη σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου η ηρωίδα δεν έχει πρόσβαση. Η Βέρα ζει σε αυτό το όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα που επέλεξε και στη ζωή που επιθυμεί, όταν η κλεψύδρα της σπάει: μαθαίνει ότι έχει μερικούς μήνες ζωής. Και παραδόξως, αντί να καταρρεύσει, ξυπνάει από το λήθαργο και αποφασίζει αυτούς τους μήνες να τους ζήσει κι ας έχει «πετάξει» δεκαετίες: ξαναγυρίζει στη Σαντορίνη, στο νησί όπου μεγάλωσε, αναμετράται με το παρελθόν της που δεν ήταν αυτό που νόμιζε, ερωτεύεται, αρχίζει να γράφει και πάλι. Είναι μια καινούρια αρχή ή η τελευταία αναλαμπή;

Και ενώ ο αναγνώστης ακολουθεί την τροχιά της Βέρας, μέσα στην κυρίως ιστορία εγκιβωτίζεται μια σειρά από διηγήματα (ορισμένα από αυτά αριστοτεχνικά, κατά την εκτίμησή μου, όπως «Ο θίασος των σκιάχτρων» ή η «Βαβέλ») που, στη δική μου ερμηνεία τουλάχιστον, είναι πόρτες που οδηγούν στην πραγματική ιστορία μέσα στην ιστορία, την οποία ο αναγνώστης μπορεί να συνθέσει κομμάτι-κομμάτι, αν επιθυμεί: διότι μπορεί και να παραμείνει στον «ίσιο δρόμο» της κυρίως αφήγησης – μία ακόμα πρωτοτυπία στη γραφή του κειμένου.

Με αυτή τη δυνατότητα της διπλής ανάγνωσης, η Πασχαλία Τραυλού κατορθώνει να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα mainstream (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης), αλλά και κρυπτικό: ένα μυστικό κρύβεται στην καρδιά αυτής της ιστορίας μέσα στην ιστορία, που αποτελείται από ιστορίες. Τα σύμβολα (οι καθρέφτες, οι κούκλες, τα ζώα) και τα γνωστά έργα τέχνης (από την κλασική λογοτεχνία έως τη μουσική και από τη ζωγραφική έως την ποίηση) «φυτρώνουν» στις σελίδες, δίνοντας το νήμα σε όποιον θέλει να το ακολουθήσει. Η γλώσσα του κειμένου είναι λυρική, ενώ η ροή της γραφής έρχεται σε κύματα που μοιάζουν να πολιορκούν το μικρό νησί όπου έχει καταφύγει η ηρωίδα, μια νησίδα ηρεμίας που όμως βρίσκεται πάνω σε ένα ηφαίστειο: ένα ακόμα σύμβολο, η γαλήνη είναι προσωρινή και επίπλαστη, ο Χρόνος ήδη δουλεύει υπογείως…  Ακόμα και η μακρινή παρήχηση ανάμεσα στο όνομα της ηρωίδας –Βέρα, ήτοι αληθινή και της γιαγιάς Ερεβούσας, σκοτεινή–, παραπέμπει σε έναν λόγο άρρητο, κρυφό, στο κέντρο αυτού του βιβλίου. Και φρουρός του αλλά και δεσμοφύλακάς του, εκείνος που κρατάει το τελευταίο κλειδί, είναι ο Χρόνος: όχι εκείνος που μας δίνεται και σπάει εύκολα σαν γυαλί εύθραυστο. Ο Χρόνος ο αιώνιος, που ξέρει όλα τα μυστικά και τα ανείπωτα, από την εποχή ο Αδάμ και η Εύα περπάτησαν για πρώτη φορά έκθαμβοι στον Κήπο.