Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι…
…Μα, ναι: «Δεν έχουμε παρά δύο μέρες να ζήσουμε» και αν υπάρχει μια αξιακή αρχή για την οποία οφείλει κανείς να παλέψει, είναι να μετατρέψει τη ζωή σε όγδοη τέχνη, να μεταμορφώσει το επιτήδευμα της ζωής σε σαγήνη, σε έρωτα και θέλγητρο, να την ποτίσει με μεθύσια και φιλίες και αντί για άχθος καθημερινό να την κάνει να είναι (όχι να μοιάζει με…) διαρκές παίγνιο, διότι το παιχνίδι παίζεται ακόμη και, τελικά, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εξηγήσει κανείς τα πάθη του, αλλά να δημιουργήσει καινούργια, να αφήσει την ποίηση της επανάστασης να τον θερμάνει και την επανάσταση της ποίησης να τον κινητοποιήσει (ω, τι ωραία και θερμή διαλεκτική).
Ο Γκυ Ντεμπόρ δεν είναι μια ακόμη περίπτωση διανοητή που μας ήρθε από τα Ηλύσια Πεδία. Ούτε μια περσόνα που πέταξε τις στάχτες του Μάη του ’68 από τους ώμους του, καθάρισε τη μονιά του από τα περιττά του παρελθόντος και μας εμφανίζεται τώρα «περιποιημένος» και με την αχλή του μυστηρίου να τον ακολουθεί.
Εμφανίστηκε πολύ πριν από την έκρηξη χαράς του Παρισιού: το «άγριο» παιδί της Αριστερής Όχθης, αν δεν υπήρξε ο βατήρας της λαϊκής εξέγερσης του 1968, σίγουρα ήταν ο θεωρητικός της ρήξης με την κατεστημένη μακαριότητα (και δολιότητα). Μια δεκαετία πιο πριν, συχνάζει στη «συνοικία της απώλειας» και με τους φίλους του, «τους εργολάβους της καταστροφής», αρχίζει να ξεδιπλώνει, με την προσήλωση που αρμόζει σε έναν ποιητή, το πρακτικό όραμα μιας άλλης τάξης ζωής. Ο Ντεμπόρ δεν είναι ένας θεωρητικός που κοιτάζει εκστασιασμένος το επέκεινα των ιδεών του. Είναι με το «μαχαίρι στο χέρι», ένα καθαρότατο «αρνητικό της κοινωνίας», ένας μποέμ δανδής, ένας flaneur μιας πόλης που πρέπει να γκρεμιστεί –εδώ και τώρα– για να γίνει το νέο πεδίο αληθινής ζωής των ανθρώπων. Βουτώντας στα νάματα του Μαρξ, του Χέγκελ, του Λωτρεαμόν, του Κραβάν, του Κόλτρεϊν και των γουέστερν, δημιουργεί τη δική του «φυλή» ευγενών αποσυνάγωγων – μια δράκα ανθρώπων, (ευάριθμη αλλά δυναμική) που μπορεί να μην παρέμεινε ενωμένη μέχρι το τέλος (κόσμος πήγε, ήρθε, έφυγε), αλλά που είτε μέσω του λετριστικού κινήματος, είτε μέσω του καταστασιακού, πρόλαβε να αρθρώσει έναν λόγο «υγιούς ταραχής».
Ο Ντεμπόρ κείται πέραν του υπερρεαλισμού, του ντανταϊσμού, ακόμη και του λετρισμού στον οποίο αρχικά ανέπτυξε την κοσμοθεωρία του. Είναι ένας δυναμίτης που διακηρύττει: «Ne travaillez jamais». Σύνθημα που θα γίνει «πυροβόλο όπλο» το 1968, όπως και κάμποσα άλλα από όσα εξέφρασε.
Είναι ο άνθρωπος που όρισε εξ αρχής την έννοια της «ψυχογεωγραφίας» και μαζί με τον Ivan Chtcheglov έθεσε ως βάση της συλλογιστικής του την απελευθερωτική αρχιτεκτονική. Το άστυ να γίνει ένα μεγάλο αστείο, ένα πανηγύρι χαράς, πραγματικής ευζωίας, ελευθερίας, έρωτα, ποτού, σκέψης και αντισυμβατικότητας.
Αρκετές δεκαετίες μετά την αυτοκτονία του, ο Ντεμπόρ δεν είναι ακόμη λήμμα στο εγκόλπιο της ευρωπαϊκής διανόησης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν. Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά και τα κατοπινά χρόνια εμφανίζονται φήμες, πραγματείες, αναλύσεις, παραποιημένες θεωρήσεις και ερμηνευτικά σχόλια για τη βιοθεωρία του, μάλλον θα πρέπει να μας καταδείξει το προφανές: το χνάρι που άφησε στην ευρωπαϊκή σκέψη είναι θεμελιώδες και ουσιαστικό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο κινηματογράφος θα ήταν διαφορετικός αν δεν είχε υπάρξει το «Ουρλιαχτό για χάρη του Σαντ». Η κριτική απέναντι στην κερδώα καπιταλιστική κοινωνία θα ήταν φτωχή αν δεν είχε γραφτεί η επιδραστική «Κοινωνία του θεάματος». Ο κατάλογος της ουσιαστικής επίδρασης του Ντεμπόρ (ειδικά στις μέρες μας) είναι μακρύς. Ποιος άλλος μίλησε με τόσο ευκρινή τρόπο για την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας μυθολογίας; Ποιος άλλος εξέφρασε στην πράξη την απαξίωση απέναντι στους παντοειδείς κυριαρχικούς θεσμούς/δεσμούς; Ο Ντεμπόρ υπήρξε ο συγκρουσιακός εραστής της αυτοέκφρασης, ο εμψυχωτής του δικαιώματος να συλλογάται ο άνθρωπος αδέσμευτα, απροσχημάτιστα, εκθαμβωτικά και να βρίσκεται σε μια ευφορική, παιγνιακή κατάσταση: δηλαδή να κατοικεί στο κέντρο της ποίησης (ή στην ποίηση του κέντρου του). Ο Ντεμπόρ είναι ένας «στρατηγός» σε διαρκή πόλεμο, σε μια μόνιμη στάση αντίθεσης με ό,τι καταστρατηγεί την ουσία της ζωής και του ανθρώπου. Δηλώνει ευθαρσώς: πρέπει να δημιουργηθούν οι καταστάσεις και πρέπει αυτό να γίνει τώρα, όχι στο απώτερο μέλλον. Μετατρέπει την έννοια της μεταστροφής σε πολιτιστική σύνθεση, σε φιλολογικό κομμουνισμό. Όχι, δεν παρέχει καμία εγγύηση νίκης της επανάστασης. Δεν φέρει κανένα μεσσιανικό στοιχείο ο λόγος και η πρακτική του. Είναι ένας «πανηγυρικός» της ελευθερίας. Ένας άνθρωπος που όρισε τις δικές του συντεταγμένες δίχως να αποδέχεται άνωθεν δεσμεύσεις: ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος εν μέσω σκλάβων. Και ήταν εκείνος που δεν δίστασε να πει πως πρέπει να πάρει κανείς την Τροία ή να την υπερασπιστεί. Τουτέστιν: η σύγκρουση με την τάξη του κόσμου είναι πρόταγμα του τώρα και του σήμερα. Η ποιητική διασάλευση δεν είναι ένας φιλολογικός όρος, αλλά όρος ζωής. Κατ’ ουσίαν, μορφοποιεί σε πράξη την καίρια φράση του Βίτγκενσταϊν: «Από εδώ που είμαστε, πρέπει να πάμε εκεί όπου βρίσκεται η Απόφαση». Ε, ο Ντεμπόρ πήγε.
Φευ, έχει κατηγορηθεί για πολλά: ακόμη και για τη μυστηριώδη δολοφονία του εκδότη του, Gerald Lebovici. Τα κείμενα και οι σκέψεις του έχουν παραποιηθεί από πλείστους όσους επαναστάτες που αποδείχθηκαν αφρόψαρα των καιρών. Το σίγουρο είναι ότι ο Ντεμπόρ ούτε διαψεύστηκε, ούτε διέψευσε τον εαυτό του. Ακραιφνής εραστής της διαλεκτικής, της φύσης του πολέμου, του διαρκούς παιγνίου και της μετάβασης στο μεγαλείο της τέχνης (ή της τέχνης του μεγαλείου), άφησε πίσω του μια ολοζώντανη παρακαταθήκη. Δεν παραδόθηκε, δεν αποδέχθηκε ακκισμούς και κολακείες, δεν αναζήτησε πιστούς και εύπιστους, δεν εζήλωσε δόξα Μεσσία, δεν ζήτησε να καρπωθεί τίποτα από τον Μάη του ’68 (καίτοι του ανήκαν πολλά) και αποφάσισε να πεθάνει όπως έζησε. Ή να ζήσει με τέτοιο τρόπο που να του αξίζει ένας θάνατος όπως εκείνος ήθελε να τον ορίσει.
Ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, άριστος μελετητής των πρωτοποριών του 20ού αιώνα, καταφέρνει σε ένα βιβλίο που δεν είναι ογκώδες και κουραστικά λεπτομερειακό να δώσει ένα περίγραμμα της δράσης και της φυσιογνωμίας του Ντεμπόρ. Το κείμενο διαβάζεται και ωσάν ποιητική σύνθεση ή ως γουέστερν της πόλης με τον κεντρικό ήρωα να είναι πάντα παρών κι ας έχει φύγει από τη σκηνή. Είπαμε: το παιχνίδι παίζεται ακόμη.