Ο ιατροφιλόσοφος Δημήτρης Π. Κρανιώτης [για να θυμηθούμε κι έναν νοσταλγικό όρο για τους λογίους άλλων εποχών] γεννήθηκε το 1966. Κατάγεται από το Στόμιο Λάρισας, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ζει στη Λάρισα συν-λειτουργώντας ως ποιητής καθώς και ως ιατρός ειδικός παθολόγος.

Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1980 δημοσιεύοντας για πρώτη φορά ποιήματά του σε έντυπα της Λάρισας.  Έχει εκδώσει μέχρι εννέα ποιητικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό:  Ίχνη (1985), Πήλινα πρόσωπα (1992), Νοητή γραμμή (2005), Dunes-Dune [Θίνες] (Ρουμανία, 2007), Ενδόγραμμα (Μαλλιάρης Παιδεία, 2010), Edda [Έδδα] (Ρουμανία, 2010), Iluzione [Ψευδαισθήσεις] (Ρουμανία, 2010), Foglie vocali [Φύλλα φωνήεντα] (Ιταλία, 2017) και Γραβάτα δημοσίας αιδούς (Κέδρος, 2018).

Το 2011 επιμελήθηκε και εξέδωσε στα αγγλικά την ανθολογία World poetry 2011 (που συμπεριλαμβάνει 205 ποιητές από 65 χώρες).

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες κι έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ ποίησης στο εξωτερικό.

Το 2011 διοργανώθηκαν υπό την προεδρία του στη Λάρισα το 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών και το 1ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Ποίησης.

Στο διαδίκτυο επιμελείται τον ιστότοπο Poetics @ GR [Τετράδιο Ποίησης]: http://greekpoetics.blogspot.com

Από αυτό, το ένατο (και ώριμο πλέον) πόνημά του, καρπό της τεσσαρακονταετούς θητείας του πλέον στην Τέχνη του Λόγου, ξεκινώ αναγιγνώσκοντας μαζί σας. Και μόνον ο τίτλος «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» δείχνει μια στοχευμένη ευαισθησία, τορνεμένη στις δυσκολίες της ζωής και στα σκαμπανεβάσματα ενός βίου ποιητικού, μιας πολιτείας φιλανθρώπου και κοινωφελούς. Πρόκειται για ψήγματα από ένα μεγάλο μωσαϊκό που βυθίστηκε μαζί με την Ατλαντίδα κι οι λογοτέχνες όλου του κόσμου αναλίσκονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επαναφέρουν τη συνολική εικόνα στη Συλλογική Ανθρώπινη Συνειδητότητα.

Διαβάζουμε το πρώτο ποίημα, γιατί από αυτό διαλάμπει ήδη αυτό που θα πορφυρώσει όλη τη συλλογή: η ειρωνική καθαρότητα του κοινωνουμένου νοήματος. Πάμε!

Αλφαβητάρι

 

Έχασα το αλφαβητάρι Της πρώτης δημοτικού

 

Και τώρα

Που ψάχνω απεγνωσμένα Να δώσω στην Άννα Ένα μήλο

Γέρασα από αναμνήσεις

 

Χωρίς διακοπή Για διαφημίσεις

 

Πίνοντας αναψυκτικό light Και κάνοντας like

Σε τετράστιχα ημερολογίου

Γλώσσα κοινωνιοκριτική, καλά ακονισμένη, ο ποιητής δεν έχει να φοβηθεί πια τίποτα, δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να μας αποκαλύψει τα μύχια της ψυχής του, να εκθέσει και να εκτεθεί!

Δεύτερος σταθμός στη συνδημιουργική μας ανάγνωση:

Γραβάτα δημοσίας αιδούς

                  

Άρχισα να ξηλώνω Τα ρούχα μου Ώσπου έμεινα γυμνός

Στη μέση του πουθενά

 

Φωνάζοντας

Σε μια γλώσσα άγνωστη (Έτσι κι αλλιώς

Ποιος θα με καταλάβαινε;)

 

Μα δεν με συνέλαβαν

Για προσβολή δημοσίας αιδούς

 

Για να σταματήσω τις φωνές Με κέρασαν αψέντι

Και μ’ έντυσαν στην τρίχα Όμως τα κορδόνια μου Δεν ταίριαζαν

Με τη γραβάτα τους

 

Δεν άφησα ρέστα Για πουρμπουάρ

Δεν σκόνταψα διαγωνίως

Σχεδόν καρυωτακικώς τραγικόν. Ο αληθινός ποιητής δεν χωράει στις κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες υποκύπτουν οι άλλοι ως πρόβατα επί σφαγήν. Αυτός καμώνεται πως συμμορφώνεται «με τας υποδείξεις» μόνον που δεν του χωράνε τα σύμβολα και δεν εφαρμόζουν καλά πάνω του οι πανοπλίες.

Συνεχίζουμε ακάθεκτοι στον τρίτο σταθμό της αιρετικής εικονοκλαστικής γραμμικής αλλά όχι και μονόδρομης μελέτης μας:

Δούναι και λαβείν

Σκάψαμε με τα χέρια Το χώμα της ανάστασης (Μήτρα ζωής η γη

Υιών και θυγατέρων)

 

Ποτίζοντας ρίζες Που αλωνίσαμε (Δούναι και λαβείν Κατά φύσιν Κεκτημένα)

 

Ξεθάβοντας νεκρούς Που αφορίσαμε (Δούναι και λαβείν Παρά φύσιν Τεκταινόμενα)

 

Εδώ τα πράγματα είναι πλέον ή σαφή: καταφανής καταγγελία όλων των «κακώς κειμένων», των συναλλαγών, των εμπορικών πράξεων, των υποχωρήσεων και συμβιβασμών εκείνων που «δεν έχουν μήτε ιερό μήτε όσιο». Ο ποιητής όμως διαφέρει. Είναι ο σαιπξηρικός «τρελός» που έχει κάθε δικαίωμα να αρθρώνει τη δική του «λοξή» αλήθεια που παραδόξως ταιριάζει με την αιώνια τάξη των πραγμάτων και τη «θεία αλήθεια», τη θεώρηση του ανθρώπου από ψηλά (αν και όχι «αφ’ υψηλού»).

 

Παντός καιρού

Προφταίνω να φύγω Μα υπομένω

Σαν κλάδεψα Λίγα χρήματα Για μπρέκφαστ Αναψυχής

 

Μάταια διακόπτω Τον ειρμό μου Με τάιμ άουτ

Κι απρόσεκτα Θερίζω τον χρόνο

 

Με ποινές Παντός καιρού Τον αποκαθηλώνω

 

Μετακόμιση

Γυμνοί πια Χρώματα ντυθήκαμε

Λέξεις και φωνές γδύσαμε

 

Τυφλοί πια

Το φως ήπιαμε

Τον θάνατο κολυμπήσαμε

 

Με αλκοόλ και τσιγάρα Στις αποσκευές Ψευδομαρτυρήσαμε Ποιοι είμαστε ξεχάσαμε

Πάνω σ’ ένα πουλί Τη ζωή μας χτίσαμε Και ξαναπετάξαμε Απλώς μετακομίσαμε

Έντονη θεατρικότητα. Δραματικός μονόλογος σε πρώτο ενικό πρόσωπο ο πρώτος, σε πρώτο πληθυντικό ο δεύτερος, όμως η ουσία μένει ίδια: είμαστε τραγικά χαμένα, καταδικασμένοι χωρίς δυνατότητα εφέσεως, εκτίουμε ποινή που δεν θυμόμαστε πια ούτε πώς ούτε ποιος ούτε γιατί μας την επέβαλε με τέτοια απάνθρωπη, «παιδαγωγική» σχεδόν σκληρότητα.

Και συνεχίζουμε, ακάθεκτοι, εθισμένοι πια σε αυτό το «μαύρο φως» της «ηδονικής απελπισίας» που αναβλύζει από αυτή την ποίηση:

Πρώτη απαγγελία

Φώναξα

Κατ εξακολούθηση Πετώντας

Κατ ευφημισμόν ψιθύρους Στο πάτωμα

 

Κρεμώντας στίχους Στον τοίχο

Με καρφιά συλλαβές Που ως τώρα Φοβόμουν να γράψω

 

Σε κρεβάτια φυλακές Που ως τώρα Καιγόμουν να μπω Ν’ ακούσω

Όσα έγραψα Απών

 

Το κόκκινο ποίημα

Κόκκινο έβαψα Τον ουρανό

Μέρες που μ’ έχασα Και μ’ απαρνήθηκα Γελώντας αναίτια Τις έζησα

 

Kόκκινο έβαψα Το νερό

Σε δάκρυα μ’ έπνιξα Και με διέσωσα Ξεχνώντας τύψεις Με ξεγέλασα

 

Kόκκινο έβαψα Το ποίημα αυτό

Με λέξεις μ’ έσβησα Και μ’ ανέστησα Γράφοντας μ’ αίμα Μ’ εκδικήθηκα

Πρώτο ενικό, δεύτερο ενικό και ξανά πρώτο ενικό δημιουργούν έναν οιωνεί «διάλογο» αφού η μία και αδιαίρετος ομιλώσα ποιητική φωνή αγγίζει τα όρια ενός ich-drama («δράμα του εγώ») με την αποτυχία κατάκτησης του «άλλου» ως έναυσμα και καύσιμο αυτοτιμωρητικόν.

Λευκή μαρμαρυγή

Δεν ήταν η σάτιρα Του δωδέκατου λεπτού Που βούτηξε

Τη λογική μου Σε μειδίαμα

Λευκής μαρμαρυγής

 

Μα η νηφαλιότητα Των αθώων

Που με οδήγησε Σ’ ένοχα μυστικά

Διττά κελεύσματα σιωπής Επίορκων δωρητών ψυχής

 

 Γη και ύδωρ

Βρέχει σύνορα Που μ’ απειλούν Και σπάζω πόρτες Για να χαθώ Εκτός προθεσμιών Εντός σωμάτων Που αγνοώ

 

Ξένος μεταξύ

Δικών μου αμαρτιών Κλέβοντας γη και ύδωρ Θ’ αμυνθώ

 

Με μαχαιροπίρουνα Στολίζω το ψωμί Που έθαψα μικρός Για όνειρα

Που ακόμη πεινούν

Κι απρόσφορα ληστεύω

 

Δελτίο καιρού

Τα κύματα στα γόνατα Στο χέρι η ομπρέλα

Κι η βάρκα μόνη στη στεριά

 

Ναυαγοί τόσοι λυγμοί Αγγίζουν την ανάσα Με άνισες θυσίες

 

Απρόσεκτα γέλια στα σύννεφα Ξεχνάνε σκαλοπάτια

Και σβήνουν στο υπόγειο (Ποιος ξέρει αν θα βρέξει;)

 

Δεν επιστρέφουν αλώβητες Πρωί οι προσδοκίες

Σαν γέρασαν απρόσμενα Χώμα, νερό και πέτρες (Ποιος στ’ όνειρο θ’ αντέξει;)

Και του Σισύφου διαρκώς ανανεούμενη ενοχή, του Ταντάλου αξόδευτη ορμή, το θανάσιμο αμάρτημα της α-πληστίας όταν δεν μπορείς να γεμίσεις με τον εαυτό σου και βιάζεσαι να ξοδευτείς στο όνειρο που δεν οδηγεί πουθενά, το ξέρεις, είναι όμως ο μόνος τρόπος για να υπάρξεις πλήρης, έστω και σημαδεμένος από την επίγνωση του ατελέσφορου.

Αδιαμαρτύρητες ποινές

Φόρεσες το «ευ» Και απώλεσες

Γραπτές παροτρύνσεις

Και προφορικές φιλοφρονήσεις

 

Ζώντας τελικά μόνος Σ’ έναν κόσμο

Που συνωστίζεται γύρω σου Για να σε λιθοβολήσει

 

Με τετελεσμένα ψεύδη Κι αδιαμαρτύρητες ποινές

Σαν επιταγές που δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ κι όμως βιάζεσαι να τις εξοφλήσεις με μια μάταια αίσθηση χρέους αιωνίου. Ανέπαφος σεισάχθεια.

Ανόητα «ξ»

Δαπάνη φωτός Για αγορές

Φτηνών εσωρούχων Σε ταξίδι του μέλιτος Στην έρημο

 

Κάθε αναστεναγμός Σε σκονισμένα φιλιά Κάθε ύβρις

Σε σκουριασμένα λάβαρα

 

Με ανόητα «ξ» Σε ήξεις αφήξεις

 

Από ανθρώπους Σαστισμένους

Απέναντι στη μοίρα τους Ανήμπορους

Να την αλλάξουν

Εκπληκτικής τεχνικής αρτιότητος αυτό το ποίημα που παρηχεί με το «σεξ» απομυθοποιώντας και καρφώνοντάς το στον τοίχο, στο μαυσωλείο της θύμησης, θλιβερή απώλεια, μα όχι και δυσαναπλήρωτη.

Χώματα και χρώματα

Έσπασα μέσα μου Δυο ποτήρια κρασί Και τρεις κούπες τσάι

 

Μα δεν έκοψα το ψωμί Με το μαχαίρι

Που πισώπλατα Κάρφωσα τη λογική μου

 

Το βράδυ που ξέφυγε Η ανάσα μου

Απ το μετέωρο γιατί Όταν αράχνη έγινε Και παγίδευσε Χώματα και χρώματα

 

Που η ζωή γεννάει Και τυραννάει Καταραμένες ώρες

Έμπνευσης και θανάτου

Μέσα από την εύστοχη κι εύρυθμη παρήχηση χρώματα-χώματα περνάει η ματαιότητα μιας ζωής που ρυθμίζεται και καθορίζεται από τη νοησιαρχία-λογοκρατία. Το διπλό «μου» επιτείνει την ασθματική ανάσα της ομιλούσας φωνής κι επαναφέρει την έννοια της ασφυξίας του όντος που πάσχει επιφορτιζόμενο και χρεωνόμενο τα δεινά ενός πολιτισμού που παραπαίει υπό το βάρος των ανομιών του. Κι η καταφυγή; Μα πού αλλού; Στις λέξεις, φυσικά! Όσο κι αν είναι φθαρμένες, εκείνες μπορούν να εκφράσουν το ανείπωτο και να δώσουν τόπο στο άχωρο.

Διψάνε οι λέξεις

Διψάνε οι λέξεις Και πίνουν κρασί Να με μεθύσουν

 

Οργώνω, θερίζω Μα τώρα σωπαίνω Μη σβήσουν

Σαν στεγνές κατάρες Σε ξερά χόρτα

 

Σπάζω στάμνες Με υγρή ηχώ Να ξαποστάσω Μες στο λιοπύρι Χωρίς νερό

Με μια χούφτα λάθη

 Στην ελληνική Αρχαιότητα έσπαζαν τα πήλινα που χρησιμοποιούσε ο άρτι αποβιώσας την ώρα που έβγαινε το φέρετρο από το σπίτι. Αυτή η εμμονή στα δύο αμέσως προηγούμενα ποιήματα με τα σπασμένα ποτήρια, κούπες, στάμνες δείχνει μια έμπρακτη διαμαρτυρία για μια ζωή που προσομοιάζει στον θάνατο. Είναι μια εκρηκτική αντίδραση διαμαρτυρίας, έστω κι εσωστρεφής, ανώδυνη για την κοινωνία. Γιατί κανείς δεν έπαθε τίποτα από ένα ποίημα, καμία βιτρίνα δεν έσπασε, κανένα κτήριο δεν κατεδαφίστηκε από λίγες λέξεις αφημένες τεχνηέντως στο χαρτί. Ή μήπως όχι; Μήπως οι λέξεις αυτές καθαυτές με την ιδιαίτερη ποιητική χρήση τους μπορούν να ξεθεμελιώσουν τον παλιό κόσμο και να γίνουν το αποτελεσματικότερο εργαλείο στα χέρια του καταστροφέα Σίβα-Διονύσου;

Πρωινό ξύπνημα

Ο καφές λούζει

Το πρωινό μου ξύπνημα Χωρίς να μπορώ

Ν αρθρώσω λέξη

 

Οι μισές σκέψεις μου Σε λήθαργο

Δεν μπορούν Ν’ αντικρίσουν

Τον ήλιο κατάματα

 

Η λεπίδα στο ξύρισμα Έτοιμη να ματώσει Όνειρα που δεν θυμάμαι

 

Βουρτσίζω τα δόντια μου Θέλοντας ν’ αναστήσω Το λευκό της νύχτας Που πέρασε

 

Με λίγη μαρμελάδα Στη φρυγανιά

Θα γλυκάνω τις ώρες Που μου αναλογούν Για να τα καταφέρω

 

Εδώ απηχεί ο σεφερικός στίχος Το ζεστό νερό μού θυμίζει κάθε πρωί πως δεν έχω τίποτε άλλο ζωντανό κοντά μου…

Κορώνα γράμματα

Σαν γράφω Κορώνα γράμματα Παίζω τον εαυτό μου

 

Ματώνω τρέχοντας Με τον νου Σκοντάφτω

Στην καρδιά μου Ληστεύω συναισθήματα Χορεύω μοιρολόγια

 

Σαν τιμωρούμαι Με ποίηση

Με λέξεις αναρρώνω

Και πάλι το διπλό, μελετημένο «μου» επαναφέρει την αφηγηματική κάμερα στο εσωτερικό του ψυχισμού μιας πάλλουσας ευαισθησίας που μόνο στην ποίηση βρίσκει παραμυθία.

Αγρίμι

Μη μου ζητάς Δανεικά οράματα

Με έντοκα χειροκροτήματα Μα δάνεισέ μου

Τα μυστικά των λέξεων

 

Τώρα που έπαψα

Να ψιθυρίζω προσευχές Πληγωμένο αγρίμι

Από υπερεγώ χαμένα

 

Σε γραπτές ιαχές

Που χλευάζουν αήττητους Σε ηττημένες ζωές

Που σιωπούν και φεύγουν

 

Κι εδώ το διπλό «μου» και «που» λειτουργεί εμφατικά εις επίρρωσιν της αντιθέσεως αήττητους-ηττημένες, ενώ η παρήχηση του «χι» ιαχές-χλευάζουν και προσευχές-χαμένα μεταφέρει ολάκερη την απαρέσκεια του όντος.

Το γνήσιο της υπογραφής

 

Κρεμάστηκες στις σελίδες Από το γνήσιο της υπογραφής Του συγγραφέα

 

Και ζαλισμένη έπεσες Στο κάτω ράφι

Με τα εξώφυλλα Γλιστρώντας στα περιεχόμενα Που ορίζει ο κανόνας

 

Κινδύνεψες σε μετωπική Με λέξεις ξεχασμένες Σώθηκες τελευταία στιγμή Τινάζοντας τη σκόνη

 

Μα κάτι θα ψάχνεις πάντοτε Μια το εγώ

Μια το εσύ

Θα ξεφεύγουν νύχτα μέρα

 

Και πάλι το δεύτερο ενικό πρόσωπο στη ρητορική ή κυριολεκτική του χρήση, έμμεσος τρόπος ειρωνείας κι αυτοσαρκασμού ενώ η επανειλημμένη παρήχηση του «μι» και μάλιστα στην αρχή πολλών στίχων τονίζει τη ματαιότητα ακόμα και της ποίησης της ίδιας, όταν αυτή τυπώνεται κι αναζητεί τον αποδέκτη της. Εκείνο το «γνήσιο της υπογραφής» που παραπέμπει σε αστυνομική χρήση θυμίζει πως ακόμα και το τυπωμένο ποίημα εμπίπτει στις αγορανομικές διατάξεις και χάνει την αθωότητά του, αν όχι και τη δραστικότητα την ίδια.

Περισπωμένη

 

Πηλίκον Αθώων θυμάτων

Σε πολεμικό ανακοινωθέν Αποσιώπησε εγγράφως Την περισπωμένη

 

Καταγράφοντας Ανέξοδα συγγνώμη Με κατάπαυση Λεκτικών πυρών Εν καιρώ ειρήνης

 

Και μετά τις λέξεις, σειρά έχουν τα γράμματα, ως ελάχιστη συμβολική μονάδα.

Ισοδυναμία

 

Δεν μπορώ Κατά παραγγελία

Ποίημα να γράψω Αφού η έμπνευση

Σαν δαίμονας με κυνηγά Και θα νικήσει

Ξανά αυτή

 

Χωρίς να μπορώ

Να ορίσω τι και γιατί Πότε και πώς

Οι λέξεις θεριεύουν Στο χαρτί

 

Όταν το ποίημα Τους δώσει τη φωνή

Που δικαιούνται να έχουν

 

Όταν η τελευταία πνοή Του ποιητή

Ισοδυναμεί

Με την πρώτη ανάσα Του αναγνώστη

 

Ιδού ένα καθαρόαιμο ποίημα ποιητικής. Η λέξη «έμπνευση» είναι το κλειδί. Οι σύγχρονοι μετανεωτεριστές θα διαμαρτύρονταν εντόνως στη χρήση της, όμως ο ποιητής Δημήτρης Κρανιώτης είναι νεορομαντικός και ουδεμίαν σχέσιν έχει –μήτε καν μακρινή και αδιόρατη– με μεταμοντέρνες αποδομήσεις. Του αρκεί η διάλυση της ίδιας της ζωής κάτω από το βάρος των ευθυνών, των υποχρεώσεων, των συμβάσεων, όπως μαρτυρείται σαφώς στο αμέσως επόμενο ποίημα:

Αλέκτωρ

Φυλακισμένοι ισόβια Στο κλεινόν άστυ Εκεί όπου η άρνηση Ισοδυναμεί με αφωνία Και η βούληση

Με υποταγή

 

Scripta manent Με την ποίηση

Παραβολή του Ασώτου Καταδικασμένοι

Δις εις θάνατον Σε δίκη-παρωδία

 

Πριν ο αλέκτωρ Λαλήσει τρεις φορές

Και γυμνοί ομολογήσουμε Τον ευνουχισμό μας

Εδώ το ποίημα ως εμπόρευμα κι η πώλησή του ως αγορανομική παράβαση. Πλήρης αντιστροφή! Αντί να διαμαρτυρόμεθα για αυτήν καθ’ εαυτήν τη «δωρεά» όταν μπαίνει κάτω από έναν γραμμωτό κώδικα, υπερτονίζουμε την μη απόδοση ΦΠΑ δείχνοντας έτσι με αριστουργηματικό τρόπο την αυτο-επιτίμηση του (κάθε) γράφοντος. Εδώ ταιριάζει ο καβαφικός υπαινιγμός «Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες».

Πέμπτη εποχή

 

H θάλασσα ψαρεύει σύννεφα Κι η στεριά σπέρνει χιόνια

Σε μέρες περισπωμένης (Εντός ή εκτός του χειμώνα;) Όπου πια δεν χαμογελάμε

 

Σε νύχτες παραλήγουσας (Πριν ή μετά το καλοκαίρι;) Όπου πια δεν αγαπάμε

 

Μια ζωή αιτιατική

– Αναπόφευκτη συνήθεια Των ημερών που έρχονται – Σε μια πέμπτη εποχή

 

Η «Πέμπτη εποχή» του Δημήτρη Κρανιώτη είναι σαν τη δική μου την ποιητική «25η ώρα». Εκεί που χωράνε όλα εκείνα που αποβάλλει το ατομικό και συλλογικό μη συνειδητό (αυτό το «α-συνείδητο» που λένε και γράφουν οι πολλοί νομίζω πως παραπέμπει σε εντελώς άλλα πράγματα).

 

Το άγνωστο ποίημα

 

Ξένος αθέατος αναγνώστης Άγνωστου ποιήματός μου Που ακόμη

Δεν εμπνεύστηκα Το βλέμμα σου

 

Με ποτίζει λέξεις

Και σκαλίζει μέσα μου Κήπους ανθέων και δακρύων Καίγοντας τις άκρες

Των δακτύλων μου

 

Αρνούμενος να δεχτώ Να γράψω τους στίχους Που ήδη ξέρεις

Έντονη δραματικότητα, απεύθυνσις, ανακατεύθυνσις, παράκαμψις του όποιου οδυνηρού συναισθήματος. Ο λόγος σαν ξόρκι.

 

Γιατί κοιτάζω πίσω

 

Ο χρόνος είναι κυνηγός Κι οι σκέψεις ξιφολόγχες Γέμισε ο νους μας φυλακές Εκεί μέσα δεν ελπίζω

 

Βρίσκω χάρτες μεσάνυχτα Χάνω κλειδιά χαράματα Θύτης και θύμα εγώ Γεννιέμαι και πεθαίνω

 

Μη σταματάς Να με ρωτάς

Γιατί κοιτάζω πίσω

 

Το αίμα στέγνωσε πια Σ’ ερείπια και δρόμους

Συνθήματα που θάφτηκαν Η νιότη τ’ ανασταίνει

 

Καιρός για συγκρατημένη αυτοψυχανάλυση καθώς οδεύουμε προς το τέλος αυτής της αφηγηματικής συλλογής που ερωτοτροπεί με την πεζογραφία, όχι όμως και με την πεζολογία.

Οχι λοιπόν

Το «ναι» δεν σου άξιζε Όχι γιατί με πρόδωσες Όχι γιατί έφυγες

 

Εν δυνάμει ψέμα Κάθε όρκος σου Μ’ έσπρωξε

Στην άβυσσο της οργής

 

Είσαι το τελευταίο Σημείο στίξης

Των ψηγμάτων ντροπής Που απέμειναν

 

Μετά την τελεία Και την παύλα Πολύ πιο μετά Όχι λοιπόν!

Και φτάσαμε αισίως στο τέλος αυτής της αναγνωστικής συν-περιδιάβασής μας με το καταληκτικό βιβλίο της πρόσφατης (αλλά όχι και τελευταίας, ελπίζω) ποιητικής συλλογής του ιατροφιλοσόφου Δημήτρη Κρανιώτη, που καταφεύγει πάντα στις αγαπημένες του λέξεις, εκείνες που δεν τον προδίδουν ποτέ:

Συγκάτοικος λέξεων

 

Από δωμάτιο σε δωμάτιο Τις λέξεις αναστατώνω Τα ουσιαστικά μαλώνουν (Ανεξαρτήτως πτώσης)

 

Χωρίς αιτία

Στο ισόγειο ξαπλώνω

Τα ρήματα διαμαρτύρονται (Ανεξαρτήτως χρόνου)

 

Χωρίς δίλημμα

Στο μπαλκόνι ξυπνώ Ανάμεσα σε σελίδες Που ακόμη γράφονται Τα βήματά μου αγνοώ

 

Δημήτρης Κρανιώτης, ένας ενεργός κι εναργής ποιητής του καιρού μας κι όχι μόνον…