Η εδαφιαία πτήση μιας γυναίκας

Τα σημασιολογικά στοιχεία της λέξης «γονυπετής», σαν μια γραμματική παραδοξότητα, φέρουν δύο αντιθετικά στοιχεία: την κλίση του γονάτου στο έδαφος, αλλά και το πέταγμα προς τα πάνω. Πρόκειται για μια παλίνδρομη κίνηση που φέρει στην ουσία της μια οντολογική αμφιθυμία. Προς τα πού να πάει κανείς; Προς τη χθόνια φύση του, την υλική του υπόσταση, τα πάθη του ή προς την ουράνια ενατένιση, το θεϊκό κάλλος και τον ψυχικό αναπαμό;

Η ηρωίδα της Τζούλιας Γκανάσου στη νουβέλα «Γονυπετείς» ακολουθεί αυτή τη διττότητα έως το τέλος. Μα, και το ίδιο το βιβλίο, θα έλεγε κανείς, πως είναι διφυές. Συστήνεται με μια σειρά πραγματολογικών στοιχείων, αλλά και συγκαλύπτεται μέσα από αυτά. Υφαίνει έναν στέρεο ρεαλισμό και ταυτόχρονα τον ξηλώνει με αναπεπταμένα τα ιστία ενός παραλόγου εξωλεκτικού.

Με μια κίνηση επαναληπτική και ιεροτελεστική «παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά», η γυναίκα της Γκανάσου βρίσκεται σε ένα νησί για να τελέσει ένα τάμα. Το μόνο προφανές είναι η στάση του σώματός της: στα τέσσερα. Μια εδαφιαία κλίση, μια δέηση προς το θείο. Θα μπορούσε να είναι μια μορφή επιτιμίου, μια μετάνοια, μια υπόσχεση, γονάτισμα πένθους και λατρείας.

Όλα τα υπόλοιπα υπονοούνται: ο τόπος, ο χρόνος, ο σκοπός. Συχνά πυκνά, μέσα στην ιστορία, εισβάλλουν στοιχεία που μπορούν να ενώσουν τις ψηφίδες, ωστόσο ελάχιστη σημασία έχει τι επαγγέλλεται αυτή η γυναίκα, αν το τάμα προορίζεται για τον καρκινοπαθή άνδρα της, αν είναι η θρησκευτικότητα αυτή που όρισε την πράξη της ή μια εμμονή υπαρξιακού χαρακτήρα.

Ακολουθώντας τον υφολογικό τροπισμό των προηγούμενων βιβλίων της, η Γκανάσου αρτιώνει τις ιστορίες της μέσω του λεκτικού σχήματος. Δεν είναι η πλοκή που προηγείται, αλλά το πώς εκφέρεται το εν εξελίξει δράμα. Οι κεντρικοί ήρωές της, εδώ πολύ περισσότερο, είναι φτιαγμένοι από το υλικό μιας τραγωδίας (εν τη ευρεία εννοία) από την οποία αν και επιθυμούν να απεγκλωβιστούν, στην ουσία, η αυταξία τους καθορίζεται από αυτήν. Ή, για να το πούμε αλλιώς, άνευ αυτής της συνθήκης παύουν να υπάρχουν.

Η υποπίπτουσα γυναίκα, εντέλει, είναι μια δυνάμει συνιστάμενη: θέλει να ορθωθεί, να υψωθεί, να σηκωθεί από το σώμα της, αλλά δίχως να ξεκορμιστεί. Είναι αυτό που είναι: οι ερωτικές ορμές της, οι απολήξεις των ονείρων της, οι δεσμεύσεις της ζωής της. Ζητά την ταπείνωση  και την εκζήτηση του ελέους, αλλά ταυτόχρονα αφίσταται από τη δέσμευση της όποιας θρησκευτικότητας που καταργεί το σώμα και αποθεώνει το πνεύμα. Η γυναίκα αυτή είναι το σώμα της – ένα παλλόμενο ηχείο που κουβαλάει όλο το παρελθόν, το παρόν και το όποιο μέλλον της. Και μέσα από αυτό το ηχείο εκφέρεται ένας λόγος έντονα υπαρξιακός, θεραπευτικός, ιαματικός, αλλά και οξύς. Όπως ακριβώς οφείλει να είναι το λεκτικό σχήμα που μπορεί να φέρει/κουβαλάει/σπρώχνει η συγκεκριμένη γυναίκα με τα χέρια και τα πόδια της.

Αν το τάμα είναι η αφορμή, τότε το δραματικό διακύβευμα του βιβλίου, εκπεφρασμένο ρητά από τη θηλυκή πλευρά, ήτοι αυτή της ζωής, είναι η αναμέτρηση, και η πάλη ενός εσωτερικού πολέμου – σύμφυτου με τον άνθρωπο.

Αυτή η γυναίκα αναπέμπει σε έναν δικό της Θεό, δίχως να έχει διάθεση εικονοκλαστική ή αιρετική. Κάνει τα πατερμά της, δέεται στην πιο ουσιαστική θεϊκή φιγούρα που μπορεί να δει μια γυναίκα: στον ίδιο της τον εαυτό. Αυτόν που φέρνει μια νέα ζωή, τη στιγμή που η ίδια γίνεται καθημερινά πιο ισχνή.

Εντέλει, αυτή η γυναίκα προσεύχεται υπέρ ζωής. Τη στιγμή που προσεγγίζει το σκληρό πέλος του έδαφος, αυτό που απαντέχει είναι η άπλα του ουρανού. Εμείς την πετυχαίνουμε σε αυτή την οριακή θέση όπου ούτε πίσω μπορεί να γυρίσει ούτε είναι έτοιμη να πάει προς τα μπρος. Κι ας προχωράει, ωσάν προγραμματισμένος μηχανισμός, «παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά».

Την ίδια στιγμή που η γυναίκα είναι «του κόσμου τούτου», την ίδια εφάπτεται μόνο με τον εαυτό της σαν να είναι ένα περίκλειστο νησί που ψάχνει την εντελώς προσωπική της θάλασσα. Είναι ένα βουλητικό ον που κραδαίνει το όπλο της θέλησης. Είναι ένα πλάσμα που φέρει την υλική πνευματικότητά της (sic) με τρόπο δραματικό και τετελεσμένο.

Οι «Γονυπετείς» είναι ένα βιβλίο στοχασμού, αναψηλάφησης – έκκεντρο, αλλά ταυτόχρονα πυκνό και βαθύ. Η Γκανάσου βρίσκει κέντρο, αν και πρόθεσή της είναι να το κυκλώσει πρώτα. Η ανάγνωση είναι μεθυστική, ονειρική και χαρμόσυνη.