Πρόκειται για ένα διαχρονικό εγχειρίδιο διαχείρισης του εαυτού μας (κι ως εκ τούτου και των άλλων) που έρχεται από τα βάθη του Χρόνου κι από τα βάθη της Ανατολής, κοιτίδας των πρώτων πολιτισμών και γενέτειρας φιλοσόφων και θεολόγων διεθνούς βεληνεκούς. Θα μπορούσε να ονομάζεται «Τα Ηθικά», ή «Παροιμίες-Γνωμικά» ή ακόμα και «Κώδιξ Άγραφων Νόμων Ηθικής Τάξεως». Διαβάζεται όμως και ως συλλογή ολιγόστιχων ποιημάτων και ως στενογραφημένη διδασκαλία ενός μεγάλου Πνεύματος που περπάτησε πάνω στη γη. Ενδέχεται ακόμα και να είναι αποτέλεσμα ανώτερης επικοινωνίας (κοινώς channeling)… Έτσι ίσως εξηγείται το γεγονός της ασαφούς μυθολογίας γύρω από το όνομα και πρόσωπο του συγγραφέα και συν-ραφέα ίσως αυτών των πονημάτων…

Ως επαρκής αναγνώστης βρέθηκα στην ευχάριστη θέση να απολαμβάνω τσιτάτα κι απόψεις που με ελαφρές χωροχρονικές μετατοπίσεις θα μπορούσαν να είχαν γραφεί ακόμη και σήμερα. Τόσο βαθιά είναι ριζωμένη η θυμοσοφία του γράφοντα ή του ανθολόγου ενδεχομένως, αφού αρύει τα νάματά του από τη Συλλογική Πανανθρώπινη Συνειδητότητα. Προσέξτε λίγο αυτό που λέω: και ο μυθικός Όμηρος και ο ανώνυμος ποιητής της παραλογής του δημοτικού τραγουδιού, όλη η αριστουργηματική δημοτική μας ποίηση προϋποθέτουν μίαν αδιάρρηκτον άλυσον πνευματικών κρίκων που προηγήθηκαν έτσι ώστε να δοθεί η τελική οριστική μορφή σε ένα έργο αιώνων, το οποίο είναι στην κυριολεξία αγνώστου πατρός και μητρός, φέρει όμως την υπογραφή του αυτόχειρα της τελευταίας πινελιάς. Όταν, στο καμίνι του Χρόνου, ανακυκλώνονται τα πρωτότυπα και λιώνουν τα καλούπια, κανείς δεν ξέρει (και δεν έχει άλλωστε καμία σημασία) ποιος μιμήθηκε ποιον. Δεν μιλάω για συνειδητή λογοκλοπή, κάτι που είναι νομικά και ηθικά κολάσιμο, αλλά για τα «δάνεια» αλληλέγγυων πνευματικών οντοτήτων που μοναδικό συμφέρον έχουν την επιβίωση του είδους μέσα από την αυτοβελτίωσιν, ως απαραίτητον προϋπόθεσιν σχηματισμού της κρίσιμης εκείνης μάζας (όπως λέμε στη Χημεία) που θα καταστήσει εφικτόν το «ποιοτικό άλμα» ολοκλήρου της Ανθρωπότητος (έτσι όπως το οραματίστηκε ο συγγραφέας του ανεπανάληπτου πονήματος «Η έννοια της Αγωνίας», ο χριστιανός Δανός φιλόσοφος Σόρεν Κίρκεγκααρντ).

Επιμένω στη συλλογή και στην ανθολόγηση παλαιότερων, δοκιμασμένων γνωμικών, άλλως πως δεν εξηγείται λογικά (παρά μόνον μεταφυσικά) η άπειρη σοφία αλλά και η πολλαπλή εμπειρία και πολυδιάστατος Γνώσις του φερομένου ως γράφοντος με το μυθικό πλέον όνομα Βαλουβάρ. Ως γραφιάς-παραμυθάς, θα μπορούσε ίσως να συγκεντρώσει όλα αυτά τα ρητά σε έναν τόμο για χάρη και κατά παραγγελίαν κάποιου αυθέντη του, ακόμα και για αναψυχή του ιδίου. Μόνον όμως ένας εμπνευσμένος προφήτης, μέντιουμ-διαμεσολαβητής, αβατάρ ή μέγας φιλόσοφος θα μπορούσε να έχει άποψη και  μάλιστα έγκυρη, διαχρονική και σοβαρή για τόσες πολλές πτυχές της ανθρώπινης υπάρξεως και δραστηριότητος. Βεβαίως, στην Αρχαιότητα ο «ποιητής» είχε και ιερατική υπόσταση και μαντική-προφητική. Εξ ου και ο όρος Poeta vates (Ποιητής Προφήτης) από τη Λατινική Θεωρία της Λογοτεχνίας. Σήμερα όμως που είμαστε περισσότερο σκεπτικιστές και θετικιστές, περισσότερο ρασιοναλιστές ακόμα κι όταν δεν αυτοχαρακτηριζόμεθα υλιστές, σήμερα λέγω, δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι ο Όμηρος ή Βαλουβάρ, ο Ησίοδος ή ο Αισχύλος δεν πάτησαν πάνω στα χνάρια γιγάντων που προηγήθηκαν, δεν σκαρφάλωσαν στους ώμους τους, δεν δέχτηκαν επιρροές κι επιδράσεις από γειτονικούς πολιτισμούς που τους ένωνε ο «δρόμος του μεταξιού» και το θαλασσινό εμπόριο.

Επομένως, είτε το έργο αυτό με το συμβατικό όνομα «Τα Θιρουκουλάρ» είναι αυθεντικώς πρωτότυπο, μοναδικό, ανεπανάληπτο ή όχι, αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο τη λογοτεχνική, ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική αξία του. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο συγγραφέας Βαλουβάρ δεν θεολογεί, απλώς αναφέρεται σε κάποια αφηρημένη και μη προσδιοριζομένη έννοια ενός Θεού. Κι αυτό είναι όλο. Αυτό καθιστά και το όλο πόνημα διαχρονικό και του στερεί το couleur locale που θα μπορούσε να το είχε εγκλωβίσει σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια.

Όσο για τα σχόλια του επιχειρηματία και εικαστικού Γιώργου Τσάτσου, τα βρίσκω εξόχως διαφωτιστικά και κατατοπιστικά, όσο κι αν μερικές φορές υπερβαίνουν το μεταφρασμένο κείμενο και το χρησιμοποιεί ως βάση για σύγχρονους διαλογισμούς ή ακόμα και κατευθυνόμενους συλλογισμούς. Η πολιτική κριτική που ασκεί ο σχολιαστής Γιώργος Τσάτσος στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα της Κρίσης στηρίζεται επαρκώς κι αιτιολογείται από τη λογική διάρθρωση και τη θεματική επιχειρηματολογία του σχολιαζομένου κειμένου, ενίοτε όμως υπερβαίνει τα στενά όρια του υπομνηματισμού και καθίσταται πρωτογενής δημιουργία με αφορμή ένα γνωμικό που χρησιμοποιείται σχεδόν ως μότο.

Η επαγγελματική μου άποψη ως κριτικού (τριμμένου και δοκιμασμένου στη συστηματική ανάγνωση και στην εμβριθή μελέτη) είναι ότι ο διανοητής Γιώργος Τσάτσος, στο επόμενο βιβλίο του δεν θα χρειαστεί να παραπέμψει σε κανέναν, αλλά βασιζόμενος στη μακρά επιχειρηματική και καλλιτεχνική του πείρα μπορεί να αρθρώσει, να δομήσει και να παραδώσει στο ανήσυχο κι ασυμβίβαστο αναγνωστικό κοινό το δικό του πνευματικό στίγμα, δίκην παρακαταθήκης για τις γενιές που θα έρθουν στους δύσκολους αιώνες που θα δοκιμαστεί ο ανθρώπινος πολιτισμός από την παντοδυναμία και την παντοκρατορία των μηχανών.

Σπανίως συναντώ πνευματικούς ανθρώπους με τόσο πολύπλευρες πνευματικές, εικαστικές και ποιητικές ανησυχίες, όπως αυτές που διακρίνουν και κατατρύχουν τον ακάματο Γιώργο Τσάτσο.

Περιμένω λοιπόν να δω το τρίτο του πόνημα (είχε σχολιάσει με ψευδώνυμο και προηγούμενο πόνημα μεγάλου πνευματικού βεληνεκούς)…