Ένας 38χρονος άνδρας που ετοιμάζεται να παντρευτεί, βουτά στο παρελθόν του και αναπολεί. Το ξύπνημα του έρωτα, την πρώτη αγάπη, όσα περνούν και αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα, όπως κάνει και η αιώνια τέχνη.

Στο νέο, πέμπτο του, μυθιστόρημα, ο Βρετανός συγγραφέας και σεναριογράφος, Ντέιβιντ Νίκολς, μας δίνει μια τρυφερή, έξυπνη όσο και συνηθισμένη ιστορία ενηλικίωσης και νοσταλγίας του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος και του αποτυπώματος που αυτό αφήνει στη ζωή και στις αναμνήσεις. Ο κεντρικός ήρωας, Τσάρλι Λούις, μεγαλώνει και εγκλιματίζεται στα πρώτα δειλά βήματα μιας “ενήλικης” ζωής, όπου καλείται να αντιμετωπίσει κάθε είδους ανασφάλειες και να επαναπροσδιορίσει τη θέση του σε καταστάσεις και απέναντι σε κοντινά του πρόσωπα, με έμφαση κυρίως στην εύθραυστη σχέση με τον πατέρα του και ό,τι έχει μείνει όρθιο από τη διαλυμένη τους οικογένεια.

Με αφορμή μια συνάντηση παλιών φίλων, η ιστορία μάς γυρίζει στο καλοκαίρι του …μακρινού 1997. Ο εσωστρεφής και ανασφαλής δεκαεξάχρονος Τσάρλι έχει αποτύχει στις σχολικές εξετάσεις, βιώνει επώδυνα τον χωρισμό των γονιών του και έχει μπροστά του ένα μέλλον που μόνο με καλό μάτι δε μπορεί να δει. Και κάπου εκεί, έπειτα από μία μεγάλη βόλτα-απόδραση με το ποδήλατο σε ένα λιβάδι έξω από την πόλη, γνωρίζει τη Φραν, μια κοπέλα πολύ διαφορετική από εκείνον και ακριβώς γι’ αυτό γοητευτική. Η Φραν συμμετέχει σε μια θεατρική ομάδα που ανεβάζει το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, έχοντας τον ρόλο της Ιουλιέτας και ο Τσάρλι αμέσως αντιλαμβάνεται ότι αν θέλει να έχει κοντά του τη Φραν (και το θέλει), θα πρέπει να αποδεχθεί την πρόκληση να τη βοηθήσει, να μπει κι αυτός στην ομάδα και να παίξει στο έργο.

Ο έρωτας έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει (ή και να παραμορφώνει, ενίοτε) τα πάντα και η Φραν είναι μια Ιουλιέτα που για να τη φτάσει ο Τσάρλι, θα πρέπει να παλέψει και να σκαρφαλώσει προς εκείνη μέσα από τον διαχρονικό λόγο του Σαίξπηρ που σιγά σιγά θα ξεκλειδώσει τον ίδιο και τα συναισθήματά του.

Το ογκώδες μυθιστόρημα (περίπου 610 σελίδες στην ελληνική έκδοση) εισάγει τον αναγνώστη στην ιστορία, κατά τη γνώμη μου, κάπως αργά και φλύαρα στα πρώτα κεφάλαια, δημιουργώντας έναν ρυθμό που κινδυνεύει να αποθαρρύνει κάποιους να το προχωρήσουν. Σύντομα, όμως, η αφήγηση απογειώνεται (αν και συχνά παραμένει φλύαρη), γίνεται τρυφερή και όπως είπαμε, ιδιαίτερα νοσταλγική αφού πολλοί θα βρουν σίγουρα κομμάτια της ιστορίας με τα οποία θα ταυτιστούν. Επιπλέον, ο συγγραφέας διανθίζει το κείμενο με σωστές πινελιές εκλεπτυσμένου χιούμορ και καλογραμμένους διαλόγους που έχουν μια ωραία ζωντάνια και πείθουν – εδώ, φαντάζομαι, η πολύχρονη ενασχόληση του Νίκολς με το τηλεοπτικό και κινηματογραφικό σενάριο βοηθάει πολύ.

«Αυτή εδώ η ιστορία είναι ιστορία αγάπης, αν και τώρα που τελείωσε μου φαίνεται ότι στην πραγματικότητα είναι τέσσερις ή πέντε ή και περισσότερες: ιστορία οικογενειακής και πατρικής αγάπης, η βραδείας καύσης αναζωογονητική αγάπη των φίλων και η σύντομη, εκτυφλωτική έκρηξη της πρώτης αγάπης που μπορείς να την κοιτάξεις απευθείας μόνο αφότου έχει σβήσει», συμπυκνώνει ο συγγραφέας δια στόματος του ήρωά του σε μια από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, κλείνοντας μια ενότητα που άρχισε με τη φράση «μικρή είν’ του θέρους η ζωή» από το 18ο σονέτο του Σαίξπηρ και το «Γλυκόπικρο αντίο» είναι ακριβώς αυτό. Μια μικρή του θέρους ιστορία, που όμως μπορεί να αλλάξει μια ζωή, όπως διαβάζουμε και στο εξώφυλλο.