Συνομιλώντας με πρόσωπα, συνοικίες, εποχές

Στο «Βεστιάριο», πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν τα αντικείμενα.

Στη «Γλυκιά Πενικιλίνη», τα ηνία παίρνουν μια άρρωστη εννιάχρονη και τα βιβλία της, ενώ έμφαση δίνεται στις μυρωδιές: «… τα σεντόνια μοσχομυριστά, … Αρωματικό σαπούνι Μασσαλίας και κρέμα χεριών τριαντάφυλλο. […] Αγορασμένα από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, μοσχοβολούσαν κι αυτά αδιάβαστες σελίδες», σ. 19.

Στην «Ιστορία του νεροχύτη», η αφήγηση ανήκει στη μνήμη. Η Τασία, η ψυχοκόρη, αφηγείται τις εντυπώσεις της από τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας και μαζί με αυτόν περιγράφει τους χαρακτήρες της γειτονιάς. Τους χαρακτήρες μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Στο διήγημα «Κατοχή στο χολ», ένας παππούς αναπολεί τα νιάτα του και την αχώριστη παρέα του χολ και μεταφέρει τους αναγνώστες στα χρόνια του πολέμου – στη Μικρά Ασία και τη γερμανική κατοχή.

Ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα. Αυτή υπερτερεί στα δεκατέσσερα διηγήματα της «Γλυκιάς Πενικιλίνης» της πρωτοεμφανιζόμενης Μαρίνας Παπαγεωργίου. Η συγγραφέας διαθέτει τη «μαγική» ικανότητα να δημιουργεί ατμόσφαιρα από το τίποτα σχεδόν και με δομικά της υλικά μονάχα τις λέξεις –τις απλές λέξεις, δίχως ίχνος φανφαρονισμού– να χτίζει το μοναδικό σύμπαν του κάθε διηγήματος ξεχωριστά, προσκαλώντας τον αναγνώστη να ταξιδέψει. Πότε στο σήμερα, πότε στο χθες. Πότε στις αθηναϊκές γειτονιές («Στον Ημιώροφο», «Το σπίτι στο Νέο Φάληρο») και πότε στον Ακροκόρινθο («Στο βουνό του Κιαμήλ») και στην Ακροναυπλία («Ο φύλακας του Προμαχώνα»). Εικονοποιώντας, ενεργοποιώντας τις αισθήσεις του αναγνώστη, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες και τις περιγραφές, αφηγούμενη υπαινικτικά και χρησιμοποιώντας με επιτυχία την υποδόρια ειρωνεία, συχνά ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας, παραμυθιού και «πέραν του κόσμου τούτου» («Άλφα σαν ψάρι»).

Ανεβοκατεβαίνοντας δεκαετίες, μιλώντας για γειτονιές, συνομιλώντας με ανθρώπους της διπλανής πόρτας – την Τασία του «Νεροχύτη», τους μεταφραστές του «Ημιώροφου», τον κύριο Τάσο, σινεματζή του καλοκαιριού και περιπτερά της καθημερινότητας, την Αποστολική, το ορφανό των Μικρασιατών, τον αλαφροΐσκιωτο Θύμιο που πουλάει θυμάρι σε ματσάκια. Πρόκειται για ήρωες που ονειρεύονται και διατηρούν ένα αιώνιο παιδί μέσα τους, για ιστορίες ζωής, για στιγμιότυπα καθημερινότητας.

Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές, που στο κλείσιμο κάποιων ιστοριών –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έρχεται το τέλος των ηρώων και της ιστορίας τους– η τελευταία πρόταση, λειτουργώντας υπαινικτικά, χτυπά υπογείως στο συναίσθημα. Και το διήγημα μόλις έχει αποκτήσει ένα ακόμα πιθανό, και διαφορετικό, για τον κάθε αναγνώστη τέλος στο μυαλό του.