Γεννημένος το 1982 στην Αθήνα ο Χάρης Ψαρράς, έχει δει μέχρι τώρα να εκδίδονται πέντε βιβλία του στην Ελλάδα (τέσσερα από τον Κέδρο και το πρώτο από το Πλανόδιον το 2002), ενόσω διακονεί την Επιστήμη ως λέκτορας και fellow Νομικής του Κολλεγίου St Catharine’s στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.

Ζευγαρωτές, πλεχτές κι ανάκατες ομοιοκαταληξίες, αλλού επιλεκτικές, αλλού αναγκαστικές, χαριτωμένες όμως, πάντα, επιτείνουν τον σαρκασμό, τη σάτιρα και την ειρωνεία.

Τίποτα δεν ξεφεύγει από τη βιτριολική αμφισβήτηση των πάντων. Ο Βιβλικός θεός είναι στο στόχαστρο του ποιητή, όμως φαίνεται σαν να αστοχεί πάντοτε… ηθελημένα;

Δεν θα μπορούσες να πεις τη γραφή του βέβηλη, ιερόσυλη, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις για κάτι, να του προσάψεις αθεΐα. Πόσα ιδανικά μείνανε άθικτα, στέκουνε όρθια, πόσα τοτέμ απέμειναν για να λατρέψει κανείς, να χύσει σπονδές και να προβεί σε θυσίες παντός είδους; Και μήπως αυτή καθ’ αυτή η ποιητική πράξη δεν είναι θυσία; Χαμένος χρόνος, ξεκουρδισμένα μυαλά, καταθλιπτικοί αναγνώστες, ανακατωμένα μαλλιά ή ανύπαρκτα – απλώς η μνήμη τους: και μήπως αυτός δεν είναι ποιητικός μεταβολισμός, ριψοκίνδυνος βηματισμός στα Ερέβη, έξω από τα όρια της περιφήμου Κοινής Λογικής που ξέρει μόνο να επικρίνει και να κατακρίνει, όχι όμως και να κρίνει – απλώς… Τα απλά γίνονται σύνθετα σ’ ετούτον τον αιώνα που γλυκοχάραξε με τους καλύτερους οιωνούς και θα δύσει ίσως με μια καινούργια Αναγέννηση του Ανθρωπίνου Πνεύματος πάνω από τα τεχνολογικά σκοτάδια τού Υλισμού που έφερε η αλόγιστη βίο-μηχανική επανάσταση.

Ενδιαφέρουσα γραφή, κυρίως νοησιαρχική αλλά και μουσική, λυρική δεν θα μπορούσες να την πεις με τίποτα. Σατιρική κυρίως, ούτε καν ελεγειακή. Το ποιητικό υποκείμενο, η ομιλώσα φωνή δεν προδίδει κανένα εγώ, δεν αποκαλύπτει αυτισμό κάποιου είδους, εκτός ίσως από την αλαζονεία του ανθρωπίνου νοός («τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής» κατά Καβάφη) που νομίζει –ο τάλας– ότι μπορεί όλα να τα εκ-τιμήσει!

Η εξιδανικευμένη, εξωραϊσμένη ρομαντικοφανής Φύση παίρνει την εκδίκησή της μέσα από τα βελόνια τα προτεταμένα της αδικημένης, παραγνωρισμένης τσουκνίδας στο ενδιαφέρον ποίημα με τίτλο «Urtica» (σελ. 36).

Δείγμα γραφής του νεαρού ποιητή – προσωπικό ανθολόγιο, υπό συνδημιουργού επαρκούς αναγνώστη-κριτικού:

Βατράχια

Όλα τ’ αφήνει πίσω ο χρόνος που περνά.

Ακαταπαύστως οι μέρες ανατέλλουν,

για να δύσουν. Βατράχια βραχνά

κάθε νύχτα πλέκουν το εγκώμιο του τέλους.

 

Κοάξ κοάξ. Κι άλλος κανένας άχνα

δεν βγάζει απ’ όσους ασφυκτιούν μες στο έλος

ή μες στη λίμνη που ‘χει τα νερά της στάσιμα.

Αρκεί ένα κόασμα κι ο βάλτος παίρνει ανάστημα.

 

Scientia Naturalis

Κι όσο μακραίνουμε απ’ τον κήπο της Εδέμ,

δεν μας σκοτίζουν των αγγέλων τα ερουρέμ

που προκαλούνε στους πιστούς μια νοσταλγία και θλίψη.

Φροντίζει ο κόσμος ο φθαρτός χαρά να μην μας λείψει.

 

Κι απ’ την πολλή χαρά που μας κυκλώνει

βλέπουμε σ’ όραμα γυμνή την Εύα

να λέει στον Νεύτωνα: «Φωλιά μου οι κλώνοι

 

της θρυλικής μηλιάς. Ανέβα

να δεις πως παραμένουν αήττητα

τα στήθη μου απ’ τη βαρύτητα».

 

Μια παρτίδα σκάκι

Τρόμος πιάνει τους στρατιώτες όταν περνά

δίπλα τους ένα απ’ της σκακιέρας τ’ άλογα.

 

Το ζεύγος το βασιλικό, πύργοι, τρελοί και ιππείς,

καθένας, πλην των στρατιωτών, είναι και σκακιστής.

 

Είτε όμως είσαι σκακιστής είτε στρατιώτης, το ίδιο

θα λάβεις, αργά ή γρήγορα, μερίδιο:

 

αγχόνη, γκιλοτίνα, πυρά,

θάνατο από φυσικά αίτια.

Από τα πλέον ενδιαφέροντα πονήματα που φτάνουν στα χέρια μου κατά δεκάδες, μακράν πολύ από αδέξια μεταμοντέρνα παραληρήματα κι αποδομήσεις εκ του προχείρου. Απολύτως δομημένος λόγος, αρχιτεκτονικός και γεωμετρημένος, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη σατιρική-στοχαστική ποίηση του παρελθόντος. Μόνον μην τύχει και κουραστεί ο νεαρός ποιητής, χωρίς την εξύμνηση του έρωτα, χωρίς την απελπισμένη κραυγή για την απουσία του …Άλλου. Εκτός κι αν είναι τόσο αυτάρκης μέσα στην καλοσιδερωμένη του εκλογίκευση των πάντων προκειμένου να καταστεί η καθημερινότητα περισσότερο διαχειρίσιμη και στα πλαίσια τού Νόμου, εντός ορίων και υπό όρους και προϋποθέσεις, πάντα… Μα πού πάει η Ποίηση σήμερα; Προς το δοκίμιο; Τον Επιστημονικό Λόγο; Μήπως η επιστημονική-τεχνολογική εξειδίκευση μας στέρησε από τον «παντογνώστη» «ολικό καλλιτέχνη» κι «αναγεννησιακό» άνθρωπο; Μήπως χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια; Μήπως μπερδέψαμε την ποιητική ευκολία με τη συν-ραφή και την εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής; Μήπως γίναμε παρά-μορφωμένοι, υπέρ-σπουδαγμένοι και δεν μπορούμε να είμαστε τραγουδιστές (μήτε αηδόνια μήτε καν τζιτζίκια λοιπόν;) αλλά εργασιομανή μεταλλαγμένα μεταλλικά μυρμήγκια, «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» μήπως έγινα κι εγώ ο ομιλών/γράφων; Πού να βρεις την Αγάπη μέσα σε τόσα στριμωγμένα ψηφία, όταν δεν ακούς τα φωνήματα τα δικά σου, πόσω μάλλον των άλλων;

Απορίες που δεν αφορούν τον εν λόγω συγγραφέα, αλλά ανέκυψαν από την προσεκτική ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Μήπως στο μέλλον τα λογοτεχνικά βραβεία θα πρέπει να δίνονται με δύο κριτήρια: πρώτον, κατά πόσον κατανοούμε τα έργα των άλλων και δεύτερον, κατά πόσον κάνουμε τους άλλους να τραγουδάνε, να χορεύουν, να ερωτεύονται και όχι να αυτοκτονούν; Αυτή η δήθεν βουδιστική εκλογίκευση της αυτοκτονίας δεν μου άρεσε – καθόλου, μπορώ να σας πω. Δείτε και μόνοι σας κι αποφασίστε:

Ατζεσιβάνο

Τη χώρα των θνητών απέρριψα

με τον θάνατο για διαβατήριο.

Δεν είναι η ζωή παρά εφαλτήριο.

Αν δεν πεθάνεις, όλα μένουν λειψά.

 

Το σώμα αφήνω πίσω μου, τον χρόνο,

το αύριο που ξαφνικά γίνεται χθες.

Μονάχα μ’ άφθαρτες οντότητες

παρέα θα κάνω πια και θ’ ανταμώνω.

 

Το πήρα απόφαση. Άρκεσε μια δόση

γερών υπνωτικών για ν’ αποφύγω

τον κόσμο τον νεκρό. Το φως για λίγο

χαμήλωσε. Τώρα μ’ έχει σηκώσει

 

άνεμος στ’ ουρανού την οροφή.

Του Βούδα ακούω τις μετενσαρκώσεις

να μου φωνάζουν: «Αν μετανιώσεις,

ξανάρχεται στη γη με άλλη μορφή».