Το κοινό στοιχείο των διηγημάτων (εξαιρείται η ωραία «Παραλογή» για τους νεκρούς που δεν ησυχάζουν) που περιλαμβάνονται στη συλλογή του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ» είναι ότι ο αφηγητής ή κάποιο άλλο πρόσωπο συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Από κει και πέρα αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ δεν πρόκειται για ήρωες, αλλά για ανθρώπους που όσα έζησαν (και όσα έκαναν) εκεί άλλαξαν τη ζωή τους: είτε πρόκειται για τον αδελφό που σκότωσε τον βιαστή και δολοφόνο της αδελφής του («Ντο τ’α πρες κοτσσίδετε» από τον τίτλο ενός από τα πιο δημοφιλή ερωτικά τραγούδια των Αρβανιτών της Ελλάδας, βλ. σημείωση σελ. 121-123), είτε για τον Γιάννη που αποδίδει ανθρώπινη δικαιοσύνη για τον άδικο χαμό του καλύτερού του φίλου («Ο αρραβώνας»), είτε ακόμη για τον μπαρμπα-Κώτσο που διηγείται «απίθανες» ιστορίες από τον πόλεμο. Ξεχωριστή θέση κατέχει επίσης το διήγημα «Γυάλινο μάτι» με μια απρόσμενη ιστορία για τον έρωτα μεταξύ δύο ανδρών.

Το «Νόκερ», ίσως το καλύτερο διήγημα της συλλογής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υπολείπονται σε ενδιαφέρον και δραματικότητα, συμπυκνώνει μ’ ‘έναν τρόπο, τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενο, αυτή την αλλαγή στον χαρακτήρα, τον άνθρωπο που γίνεται αποσυνάγωγος εξαιτίας αυτής της εμπειρίας: ο νεαρός αφηγητής συναντά, τη δεκαετία του ’50, στο Σικάγο έναν συγχωριανό του που είχε φύγει από το χωριό πριν από τριάντα και χρόνια αλλά εξακολουθεί να στηρίζει οικονομικά την οικογένειά του χωρίς να της δίνει άλλο σημείο ζωής εκτός από τις επιταγές και τα χρήματα που στέλνει. Αυτός ο άνθρωπος, που ήταν δέκα χρόνια στρατιώτης (και σε άλλους πολέμους), έγινε νόκερ, κτυπάει δηλ. με τη βαριά στο κεφάλι τα γουρούνια ώστε να ζαλιστούν πριν περάσουν στους επόμενους κρίκους της αλυσίδας παραγωγής για να θανατωθούν και να γίνουν κρέας. Ο Αργύρης, λοιπόν, «πληρώνει» για το αίμα των ανθρώπων που έχυσε – των ανθρώπων στον πόλεμο, των γουρουνιών στην ειρήνη: «Γιατί ο πόνος δίνει αξία σ΄αυτό που κάνεις. Να πλιερώνεις για το καθετί που παίρνεις. Κι εδώ πλιερώνω για κάθε χτύπημα με τα κόκαλα μ’ που πονάνε χειμώνα καλοκαίρ’. Έτσ’ τα βράδια κοιμάμαι ήσυχα ότι όλα είναι στην τάξη τους. Κάτσαμε μέχρι αργά και πρώτη φορά τον είδα να μεθάει, αυτός που έπινε τα κονιάκ πέντε πέντε κι ύστερα στο δρόμο περπάταγε ίσα σαν το τραίνο στη ράγα. Κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, πρώτη φορά μου ‘δωσε το χέρι και μ’ αγκάλιασε. Καλή πατρίδα να ‘βρεις, μου ‘πε και χαιρετηθήκαμε» (σελ. 117-118).

Εκτός από το περιεχόμενό τους, τον τρόπος της διαπραγμάτευσής του θέματός τους, το σκηνικό που στήνεται για να αποκαλυφθεί μόνο στο τέλος το άλλο πρόσωπο που συνδιαλέγεται με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή –ο ένας μιλάει, ο άλλος ακούει–, τα διηγήματα του Παπαμάρκου ξεχωρίζουν για τη γλώσσα τους: τα ρουμελιώτικα, οικεία στον συγγραφέα –που γεννήθηκε στη Μαλεσσίνα Λοκρίδας το 1983 και είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης– τα μεταφέρει στον αναγνώστη όπως (μάλλον) μιλιούνται ακόμη.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η ωραία (αψεγάδιαστη, θα τολμούσαμε να πούμε) έκδοση από τον (νέο) εκδοτικό οίκο Αντίποδες.