Γκαλβέιας, το χωριό των δραμάτων

Αν ένα πράγμα δίχως όνομα, ευμεγέθες, σαρωτικό, ξένης υφής έπεφτε σε ένα απομακρυσμένο χωριό μιας χώρας, τι θα μπορούσε να προκαλέσει; Ας φανταστούμε πώς θα διαχειριζόταν αυτή την αρχική ιδέα ο μετρ των παραδοξοτήτων, και πατέρας πολλών συγγραφέων της Πορτογαλίας, Ζοζέ Σαραμάγκου. Κι όμως, ένα από τα… παιδιά του, ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, δεν οδηγεί την ιστορία του σε μια ξέφρενη δυστοπία. Δεν σπέρνει παράδοξους σπόρους, δεν ανακαλύπτει σκότιες δυνάμεις, δεν αφήνει ελεύθερο το λουρί της απιθανότητας. Γράφοντας για τη γενέτειρά του, το Γκαλβέιας, αποφασίζει να μιλήσει για τα κρυφά μυστικά του και τις «κλειστές» πόρτες των απλών ανθρώπων του. Μπορεί να μην «διοργανώνει» κάποια παρέλαση άλογων γεγονότων, εντούτοις δεν ακολουθεί και ένα ακραιφνώς ρεαλιστικό μονοπάτι. Ο Πεϊσότο δεν είναι κλασικός story teller, αλλά μύστης του ύφους και γητευτής των λέξεων. Το τι συμβαίνει στα βιβλία του υποκύπτει αβίαστα στο πώς εκφέρεται αυτό που έγινε. Ο επιτονισμός της λογοτεχνικής φωνής του είναι κάτι παραπάνω από ευδιάκριτος. Ιδιαίτερα στο «Γκαλβέιας» όπου όλες οι παράλληλες, ομόκεντρες και κεντρομόλες ιστορίες έχουν παρόμοια υφολογική ανάπτυξη.

Άλλοτε με τρόπο σκληρό ή με μια γκριζωπή νοσταλγία κι άλλοτε με μια συναισθηματική σαγήνη, ο Πεϊσότο διηγείται με έναν πλάγιο, σχεδόν ποιητικό, τρόπο αυτά που συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές θύρες μιας αγροτικής κοινωνίας σε εποχή προγενέστερη της δικής του γενιάς. Όσα αφηγείται ο Πεϊσότο έχουν συμβεί στον γενέθλιο τόπο του πριν καν γεννηθεί. Εκ των πραγμάτων, τούτο κάνει το βιβλίο ακόμη πιο ενδιαφέρον για το αν κατάφερε να προσεγγίσει την εποχή, τα ήθη και τις συνήθειες ανθρώπων που μεγάλωσαν κάτω από άλλες συνθήκες. Η απάντηση είναι ευθεία: τα κατάφερε.

Με τη χρήση ενός κεντρικού τεχνουργήματος: ένας μετεωρίτης, ή αλλιώς ένα πράγμα δίχως όνομα, πέφτει καταμεσής του Γκαλβέιας. Ακολουθούν βροχές και μια έντονη αποφορά θειαφιού. Αυτή η νέα συνθήκη δεν αλλάζει μόνο τις συνήθειες των ανθρώπων, αλλά λειτουργεί και ως συμβολισμός για όσα θέλει να εκφράσει ο συγγραφέας. Το σύμπαν, μέσω ενός απρόσκλητου απεσταλμένου του, έρχεται να συναντήσει το ταπεινό Γκαλβέιας. Το θειάφι, άρα οι οσμές της Κόλασης, προετοιμάζουν το αποκαλυπτικό τοπίο στο οποίο θα κινηθούν οι άνθρωποι του χωριού.

Για ποιους ανθρώπους μιλάμε άραγε, αλλά και ποιες είναι οι κρυφές πτυχές των βίων τους; Έχουμε να κάνουμε με ένα βουκολικό περιβάλλον όπου τα χρηστά ήθη λειτουργούν ως απαράβατος νόμος. Κάτω από την επίπεδη επιφάνεια υπάρχουν κάμποσα στρώματα καλά κρυμμένης βίας – ενδοοικογενειακής το δίχως άλλο. Οι άνθρωποι του Γκαλβέιας είναι ζυμωμένοι με τη γη τους, είναι άνθρωποι της φύσης, τραχείς, σκληροτράχηλοι, με μηδενική ανεκτικότητα απέναντι στο διαφορετικό, με παγιωμένες απόψεις σε ζητήματα ηθικής. Τα δεινά που προκαλούν ο ένας στον άλλον (κυρίως ο δυνατός στον αδύνατο) είναι αξιοσημείωτα: βία κατά των γυναικών, παιδική κακοποίηση, έκφυλος ερωτισμός, αλκοολισμός και λογής ιταμότητες που μόνο σε κλειστές κοινωνίες μπορεί να συναντήσει κανείς με τόσο έκτυπο τρόπο. Ο Πεϊσότο δεν τους χαρίζεται. Το γράψιμό του σε πολλά σημεία ακολουθεί τον απόηχο των βιαιοτήτων κατά πόδας. Δεν διστάζει, πάντως, να επικαλεστεί και κάποιες αντηχήσεις ιδιότυπου χιούμορ που ακυρώνουν τον κίνδυνο μιας ισοπεδωτικής και μονομερούς ανάπτυξης. Οι ιστορίες είναι πολλές: κάθε κεφάλαιο έχει και έναν πρωταγωνιστή. Οι περισσότεροι εμπλέκονται μεταξύ τους. Σε κάποιες περιπτώσεις η μια ιστορία εισχωρεί στην άλλη και σε άλλες η μια λειτουργεί ως παλίμψηστο της άλλης. Το σίγουρο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα και όχι με συλλογή διηγημάτων. Από έναν φούρνο που λειτουργεί και ως πορνείο έως τις νωπές μνήμες από τον αποικιακό πόλεμο και από τον τρόπο που συμπεριφέρεται η κλειστή κοινωνία σε ένα λοξό παιδί, έως τη σκληρόπετση καθημερινότητα που επιβάλλει στο σπίτι του ένας τυραννικός πατέρας, το Γκαλβέιας είναι μια κιβωτός καθημερινών δραμάτων. Μπορεί το τέλος της διαδρομής να αφήνει ένα ψήγμα αισιοδοξίας, εντούτοις σχεδόν όλοι οι ήρωες οδηγούνται πλησίστιοι προς μια μορφή τραγικής δυσμένειας. Το τέλος των βροχών, όταν θα έρθει έπειτα από μήνες, θα αφήσει μια έντονη αποφορά θειαφιού που σκεπάζει τα πάντα. Ακόμη και τη γεύση του ψωμιού που τρώνε οι κάτοικοι καθημερινά. Τα δράματα μοιράζονται ισομερώς σε ανθρώπους και ζώα. Τα σκυλιά έχουν έντονη παρουσία σε όλες τις ιστορίες. Υφίστανται κι αυτά μεγάλο μέρος της βίας, ενώ αντιδρούν με τον τρόπο τους σε όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα: της φύσης και των ανθρώπων.

Απομακρυσμένος έτη φωτός από οποιαδήποτε μορφή φολκλορικής αποτύπωσης, ο Πεϊσότο γράφει ένα ιδιαιτέρως «θερμό» μυθιστόρημα για τον τόπο που γεννήθηκε, για τους ανθρώπους που συνέθεσαν, έστω και εν αγνοία τους, το πολιτισμικό του περίβλημα. Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο δραστικό, νοτισμένο από μια επαρχιώτικη αύρα και προσπελάσιμο διά της ποιητικής οδού. Η Ιζαμπέλα, ο Ζουστίνιο, ο Ζοακίμ, ο Ζοζέ και όλοι οι υπόλοιποι του θιάσου που παρελαύνουν από το βιβλίο γίνονται αρχετυπικές μορφές: οικείες και συνάμα συμβολικές.

Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στην Αθηνά Ψυλλιά.