«… η μυρωδιά του θανάτου σ’ έναν πόλεμο δεν έχει εθνικότητα. Αποτελεί μόνο την ντροπή για το σύνολο της ανθρωπότητας» (σελ. 189)

Εμπνευσμένη από το πόνημα του Γεράσιμου Αλεξάτου «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς, 1916-1919», που εκδόθηκε το 2010 και φώτισε την ξεχασμένη ιστορία του Δ΄ Σώματος Στρατού στα χρόνια του Α΄  Παγκοσμίου Πολέμου, η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη συνέθεσε το μυθιστόρημά της «Γκαίρλιτς».

Όπως αναφέρει στις «Ευχαριστίες» στο τέλος του βιβλίου, εκτός από τη μελέτη του πονήματος αυτού, γνώρισε καλύτερα την ιστορική αυτή περιπέτεια μέσω της επικοινωνίας που είχε με τον ίδιο τον συγγραφέα ο οποίος απάντησε στα ερωτήματά της. Επίσης, χρησιμοποίησε υλικό από τα ημερολόγια των απογόνων της ιστορίας αυτής τα οποία είχαν δημοσιοποιηθεί. Τέλος, άντλησε πληροφορίες από τις μελέτες του αναπληρωτή καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, Πέτρου Παπαπολυβίου, οι οποίες αφορούν τους Κύπριους εθελοντές που εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο θα πρέπει να αναφερθεί ότι στις 22 Σεπτεμβρίου 1916 το Δ΄ Σώμα Στρατού –γύρω στους 7.000 άνδρες– φτάνει στο Γκαίρλιτς –πόλη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας–  με τρένο από τη Δράμα. Πώς κατέληξε όμως το Σώμα αυτό εκεί; Η Ελλάδα του 1916 ήταν χωρισμένη στα δυο, από τη μια η κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη στηριζόμενη από τις αγγλογαλλικές δυνάμεις της Αντάντ, και από την άλλη στην Αθήνα η κυβέρνηση του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου –ο εθνικός διχασμός στο μεγαλείο του– στηριζόμενη από τις Κεντρικές δυνάμεις αν και ο ίδιος ο βασιλιάς μιλούσε για ουδέτερη στάση.

Τον Αύγουστο του 1916 οι Βούλγαροι εισβάλλουν στην Ανατολική Μακεδονία  κινούμενοι εναντίον δυνάμεων της Αντάντ. Αυτή η εισβολή εξηγήθηκε από τους Γερμανούς στον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο, που κρατούσε ουδέτερη στάση,  ως κίνηση εναντίον των αγγλογαλλικών δυνάμεων και όχι εναντίον των ελληνικών πόλεων προκειμένου να τον εφησυχάσουν, το οποίο και πέτυχαν. Το Δ́  Σώμα Στρατού που βρισκόταν στην περιοχή με διοικητή τον Ιωάννη Χατζόπουλο εξέπεμπε σήματα κινδύνου προς την Αθήνα και ζητούσε εντολή να δράσει εναντίον των Βουλγάρων οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως επιθετικοί –αναφερόταν κίνδυνος κατάληψης της Καβάλας από τους Βούλγαρους– καθώς επίσης ζητούσε και αποστολή στόλου. Η Αθήνα απάντησε αρνητικά και οι Γερμανοί πίεσαν τον Χατζόπουλο να εγκαταλείψει την πόλη μαζί με το Δ́ Σώμα Στρατού και να μεταφερθεί στη Γερμανία, στην πόλη Γκαίρλιτς, προφασιζόμενος την αποτροπή της αιχμαλωσίας του Σώματος. Αρχικά, η υποδοχή ήταν θερμή δίνοντας την αίσθηση στους Έλληνες ότι πρόκειται για φιλοξενία και όχι αιχμαλωσία. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Για τους απλούς στρατιώτες η κατάσταση δεν ήταν καλή, κάθε άλλο παρά φιλοξενία θύμιζε.

Το ιστορικό πλαίσιο δράσης του μυθιστορήματος εκτείνεται από τον Μάιο του 1917 έως τον Νοέμβριο του 1918, στην πόλη Γκαίρλιτς, παρουσιάζοντας τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων του Δ΄ Σώματος Στρατού. Για τους απλούς στρατιώτες η καθημερινότητα ήταν μίζερη –στα παραπήγματα με το αφόρητο κρύο και τις ασθένειες– και η μόνη διασκέδασή τους ήταν οι συζητήσεις για την επιστροφή στην πατρίδα –τα νέα ήταν λιγοστά ενώ προετοιμαζόταν το έδαφος για την ένταξη της Ελλάδας στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο–, καθώς και κάποιες σποραδικές βόλτες από το στρατόπεδο στην πόλη∙ βεβαίως εξαιρούνται όσοι ήταν φιλοβασιλικοί και φιλογερμανοί που απολάμβαναν προνόμια. Κανένας δεν είχε δικαίωμα να εγκαταλείψει τη Γερμανία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται με επίκεντρο και υπό την οπτική γωνία μιας παρέας πέντε Ελλήνων στρατιωτών του Δ́ Σώματος Στρατού στο Γκαίρλιτς. «Τελικά στα εργαστήρια βρέθηκαν να δουλεύουν ο Δημήτρης Καλέντζιος ο Σερραίος και ο Θόδωρας Γκογκούδης ο Ξανθιώτης, μαζί με τον Κύπριο φίλο του, τον Σάββα Καρπασίτη. Επίσης ο Αριστείδης Καπετανίδης από την Καβάλα κι ο Στέφανος Λιναράκης,…» (σελ. 87-88).  «Μέρα με τη μέρα, έτσι όπως δούλευαν ο ένας δίπλα στον άλλο, οι πέντε οπλίτες, δέθηκαν μεταξύ τους κι έγιναν αχώριστοι,…» (σελ. 88).

Παρακολουθούμε τις ιστορίες τους, το πώς βιώνουν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, την καθημερινότητά τους στη λεγόμενη χώρα «φιλοξενίας», τις πολιτικές τους απόψεις, και τα σχέδιά τους για την απελευθέρωσή τους και την πολυπόθητη επιστροφή στην πατρίδα.

Ο αφηγηματικός φακός συλλαμβάνει την ιστορία των ηρώων αυτών και παράλληλα παρουσιάζεται η εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων της εποχής. Θα καταφέρουν οι ήρωες να επιστρέψουν στη βενιζελική Ελλάδα;

Ο αναγνώστης απολαμβάνει τη ροή της αφήγησης και το ενδιαφέρον του είναι εστιασμένο στις ιστορίες των ηρώων του Δ́ Σώματος Στρατού. Μοιράζεται τις ανησυχίες τους, νιώθει τον «νόστο», τον καημό για την επιστροφή στην πατρίδα, την αιχμαλωσία η οποία παρουσιάζεται ως «φιλοξενία» από τους Γερμανούς, μα πάνω απ’ όλα γεύεται την ανάπτυξη και ανθοφορία μιας ουσιαστικής φιλίας∙ ακολουθώντας τη φωνή της συγγραφέως στο αφιέρωμα της πρώτης σελίδας: «Υπάρχει φιλία και υπάρχει και Η Φιλία. Στη Λουκία Τουμαζή Κλόκκαρη.». Ένας ύμνος στη Φιλία :  «Η φιλία, όπως δεν έχει χρόνο δεν έχει ούτε πλαίσια, ούτε χρώμα. Δεν έχει γεωγραφικό στίγμα. Είναι μέσα σου και σ’ ακολουθεί» (σελ. 202-203). Μπορεί τα χρόνια να ήταν δύσκολα όμως οι αξίες –όπως η αξία της αληθινής Φιλίας– «μαλακώνουν» κάθε δυσκολία και ομορφαίνουν τις στιγμές. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πιστέψει κανείς στις αξίες, όπως οι πρωταγωνιστές του «Γκαίρλιτς». Συνεπώς,  το μυθιστόρημα αυτό αξίζει να διαβαστεί για πολλούς σημαντικούς λόγους∙ πέρα από την καλά μελετημένη ιστορική πλαισίωση και την προβολή αξιών, ο αναγνώστης απολαμβάνει μια άρτια δομημένη λογοτεχνική αφήγηση, με ενδιαφέρουσα πλοκή.