Πρωτότυπη ποίηση σε πτήση εξοικείωσης με τον Θάνατο, με μια δόση ναρκισσισμού κι απομυθοποίησης του ιδανικού αυτόχειρα. Ο Έρωτας μια απροσδιόριστη πλέον ανάμνηση. Η αφηγηματική φωνή αυτοσαρκάζεται, απομυθοποιεί τους άξονες της έμπνευσής της, «εξανθρωπίζεται» όπως δηλώνει ειρωνικώς στο ποίημα «Οι πέντε αισθήσεις» (σελ. 17). Αυτή η τελείωση προς την οποία οδεύει εκφραστικώς η Ραλλού Γιαννουσοπούλου είναι αναμενόμενη και προοικονομούμενη από το πρόσφατο έργο της. Από το εγώ και την ατομική μαρτυρία γυρίζει στο εμείς με ενδιάμεση στάση στον πλησίον, έστω και ως δύο καπέλα –το εν επί του άλλου– στο διπλανό κάθισμα του μπαρ, στη θέση τής πάλαι ποτέ άσπονδης φίλης. «Δεν μιλούσαμε πολύ – κοιτάζαμε τον κόσμο κι ό,τι άλλο μας περιέβαλλε» (από το ποίημα «Φίλες», σελ. 38). Αυτή η έξωθεν παρατήρηση του εαυτού και του Έτερου, του εντός και του περιβάλλοντος, δίνει στην πρόσφατη ποίηση της Ραλλούς Γιαννουσοπούλου μια δραματική αποκλιμάκωση. Δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτομαστίγωση ή αυτοαθώωση. Κινείται απλώς ως ιέραξ πάνω από τη φωλίτσα της, λατρεύει τα αιλουροειδή, φοβάται τα σκυλιά (ο Κέρβερος, ή ο τσακαλόμορφος Άνουβις), είναι θυμωμένη αλλά και καταλαγιασμένη, γελάει υποδόρια με τους προγενέστερους έρωτές της, ενδύεται τον Θάνατο ως ρόλο (στο ποίημα «Μεταμφίεση», σελ. 42), νοσταλγεί το μυθικό δάσος της παιδικής ηλικίας και τα ηλιοτρόπια του θεσσαλικού κάμπου, με την αφόρητη ζέστη και την ερωτική κάψα της εφηβείας… Η Ραλλού Γιαννουσοπούλου «γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, όπου έζησε μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια. Μετά το γυμνάσιο παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του Μαυροΐδη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έκτοτε ζει μόνιμα στην Αθήνα». Σε μια χώρα χωρίς μακραίωνη αριστοκρατική τάξη, η Ραλλού Γιαννουσοπούλου ανήκει στην αριστοκρατία του Πνεύματος, μοιραία κι αυτοκαταστροφική, λαϊκώς άμεση κι υπεράνω της συνήθους μικροπρεπούς καθημερινότητας, ως ηρωίδα των μονοπράκτων του Τεννεσσή Ουίλλιαμς… Ίσως είναι από τις πιο αθόρυβες και διακριτικές παρουσίες στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Σέρνει τον εαυτό της σαν ξωτικό πάνω από τα δρώμενα, αλλά ούτε επηρεάζεται από αυτά ούτε τα καθαγιάζει με την παρουσία της. Ίσως είναι η ζωντανή απόδειξη του εκλεκτικού κοινού της πανάρχαιας αυτής τέχνης του λόγου. Η ποίηση είναι περισσότερο στάση ζωής, έχει να κάνει με το είναι παρά με το φαίνεσθαι και οι λέξεις οι ριγμένες στο χαρτί είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Ακόμα κι όταν δεν σώζονται αυτές στον ανεμοστρόβιλο της αμείλικτης χοάνης του Χρόνου, απομένει η αισθαντική παρουσία στη μνήμη αυτών που μας συναντήσανε, απομένει το ιχνογράφημα σε έναν πίνακα, ή το όνομα σαν την επιτάφια χρυσή προσωπίδα του βασιλιά της Ασίνης, από το ομώνυμο ποίημα του Σεφέρη.
Ραλλού Γιαννουσοπούλου: ποιήτρια, ακόμα κι όταν δεν γράφει. Της εύχομαι να μακροημερεύσει δημιουργικώς. Πλουτίζει απλώς τη μίζερη καθημερινότητά μας με έναν αέρα αλλοτινής αρχοντιάς, που δεν ζητάει τίποτα και δεν απαιτεί βραβεία κι επαίνους από κανέναν. Αυτάρκης. Κι αληθινή. Για σκληρούς και βελούδινους αναγνώστες.