Λίγοι άνθρωποι της γραφής επέτυχαν να μιλήσουν διά της σιωπής τους, ακόμα και διά της απουσίας τους. Η πρόωρη αναχώρηση του Γιώργου Χειμωνά δεν έκοψε το λώρο που τον συνδέει με την ελληνική πνευματική ζωή. Αυτό ήταν εμφανές στον κατάμεστο «Ιανό» στη Σταδίου, όπου παρουσιάστηκε την Πέμπτη 12.2.2009 η μονογραφία της Δρ. Λαμπρίνας Μαραγκού για το έργο του. Στην ομιλία του, ο Γιώργος Χρονάς τον αποκάλεσε «σταρ» συγγραφέα. Άνθρωποι της Τέχνης και των Γραμμάτων μαζεύτηκαν συγκινημένοι για να τιμήσουν έναν άνθρωπο που ήξερε να μιλά, μα ήξερε και να σωπαίνει. Κι ο λόγος του ήταν καίριος και διεισδυτικός σα νυστέρι. Η αγωνία της ύπαρξης, το ανώφελο της Τέχνης, η φενάκη της λογοτεχνίας, το ουτοπικό της ποίησης και το ανέφικτο του Έρωτα, ιδού μερικά θέματά του. Ο μεσόκοπος Νάρκισσος που βλέπει το «γλυκό πουλί της νιότης» να πετάει ανεπιστρεπτί, και να «χιονίζει» γκρίζα μαλλιά στην εικόνα του αιώνιου έφηβου, αποφασίζει ως έσχατη διαμαρτυρία να βαδίσει προς την έξοδο από την υλική αυτή διάσταση. Ο Θάνατος και η αυτοκτονία είναι βασικοί άξονες στη ζωή και στο έργο του Γιώργου Χειμωνά, ως διαμαρτυρία για το ανούσιο της υλικής ύπαρξης. Η ψυχή του ποιητή γυρεύει με αγωνία την έξοδο από το κλουβί της καθημερινότητας, από την ανία των επαναλαμβανόμενων μικρο-τελετουργιών, από την πλήξη που του προκαλούν οι κοινοί τόποι και οι κενοί άνθρωποι. Ο Θάνατος είναι η αναπότρεπτη καταφυγή για την ανθρώπινη φωνή που βουλιάζει κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στην κινούμενη άμμο της συναισθηματικής απραξίας, για να θυμηθούμε τον Νομπελίστα Samuel Beckett και το έργο του «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες». Ο Γιώργος Χειμωνάς αναζητεί την αλήθεια καταδυόμενος στην ανθρώπινη ψυχή, με τη διπλή ιδιότητα του νευρολόγου-ψυχιάτρου και του πεζογράφου. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος τον ιντριγκάρει. Στέκει με δέος απέναντι σε αυτό το άλυτο μυστήριο. Ερευνά την αφασία και την άνοια. Οι λειτουργίες του κέντρου του λόγου τον προβληματίζουν. Τον γραπτό του λόγο διαπνέει μια κάποια προφορικότητα. Στον «Εχθρό του Ποιητή» ο Χειμωνάς χαρακτηρίζει τη γραφή του «άξεστη». Η Δρ. Λαμπρίνα Μαραγκού, στη μονογραφία της για τον Χειμωνά που φέρει τον εύστοχο τίτλο «Γιώργος Χειμωνάς: Ο Ιανός της ελληνικής λογοτεχνίας» και τον ακόμα πιο καίριο υπότιτλο «Μία τερατώδης ανάπτυξη του αναπόφευκτου βιασμού του αισθήματος», μιλάει για αυτόματη γραφή στο έργο του Χειμωνά. Θεωρεί ότι το πεζογραφικό του έργο αναλίσκεται σε έναν εσωτερικό μονόλογο τον οποίο χαρακτηρίζει (σελ. 12) παραληρηματικό. Αλλού διαπιστώνει ότι δεν διακρίνονται στα κείμενά του επιρροές από άλλους λογοτέχνες. Είναι μία μοναχική μορφή στα Ελληνικά Γράμματα, χωρίς «προγόνους», αλλά και χωρίς «επιγόνους». Σαν ένα άστρο που λάμπει εκτυφλωτικά στον ουρανό, μονάχο του, μακριά από τους αστερισμούς, τις «συσσωματώσεις» και τα «νεφελώματα» των πνευματικών δημιουργών. Η απελπισία, μια βαθιά, ήρεμη, φιλοσοφημένη, θα έλεγα, απόγνωση, είναι το στίγμα της πεζογραφικής φωνής του. Κραυγή ενός όντος που δεν πιστεύει σε θεούς και δαίμονες, που νιώθει αποκομμένο από την πραγματική ζωή, που απασχολείται με τις εικόνες της ζωής, όπως αυτές κατακλύζουν και εγγράφονται στον εγκέφαλό του. Η τραγικότητά του έγκειται στο ότι αντιλαμβάνεται ευφυώς ότι αυτές οι εικόνες, οι «αισθήσεις», δεν είναι η πραγματική ζωή, όμως, παρ’ όλ’ αυτά, γνωρίζει ότι αυτό είναι όλο κι όλο το έχει του. Και κραυγάζει, μόνος και τυφλός στην ερημιά, ως άλλος μάντης Τειρεσίας, ως Κασσάνδρα που ξέρει καλά ότι κανείς δεν την πιστεύει, όμως δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να ομιλεί, όπως αναπνέει, αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος να υπάρξει στο σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ γεννήσεως και θανάτου. Σε αυτή τη φιλοσοφική μοναξιά, σε αυτή την ανείπωτη ερημία, δε χωράει ματαιοδοξία, δε χωράει μικροπρέπεια, δε χωράνε μικροσυμφέροντα. Η μόνη ειλικρινής φιλοδοξία της ψυχής είναι η αναμέτρηση με το Άγνωστο, αυτό που δεν αντέχει ίσως στα στενά όρια του ανθρώπινου κρανίου, αυτό που δεν καταγράφεται από τις πέντε γνωστές αισθήσεις μας, αυτό που δεν αποθηκεύεται στο «σκληρό δίσκο» του μυαλού μας. Και η πιο φανερή, η πλέον αιχμηρή και ακραιφνής εκδήλωση του Αγνώστου είναι το μυστήριο του Θανάτου, αφού στο άλλο μεγάλο μυστήριο, της Γέννησης, ο εγκέφαλος δεν είναι ακόμα ανεπτυγμένος αρκετά για να επεξεργαστεί και να αφομοιώσει την εμπειρία του νεογέννητου όντος. Η εξαίρετη φιλόλογος και ερευνήτρια Λαμπρίνα Μαραγκού αναρωτιέται στο μελέτημά της αυτό εάν ο Γιώργος Χειμωνάς ήταν ποιητής ή συγγραφέας. Ποιητής θα απαντούσα εγώ, αφού μόνο η ποίηση προσφέρει στην ψυχή τις μη νοησιαρχικές και λογοκρατούμενες διεξόδους για να διερευνήσει λεκτικά το μυστήριό της, πριν βυθιστεί για πάντα στη σιωπή. Η στίξη είναι ένα μεγάλο «τεχνικό» θέμα της γραφής του Χειμωνά (όπως γράφει η Λαμπρίνα Μαραγκού στη σελ. 8 του διεξοδικού αυτού βιβλίου). Ο Χειμωνάς χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά την τελεία («εκτός από τον “Πεισίστρατο”, όπου βρίσκουμε άνω τελείες και κόμματα», βλ. σελ. 30-31 της μονογραφίας). Οι παύσεις και οι «ανάσες» της φωνής του ποιητή-πεζογράφου, η προφορικότητα του λόγου του, η παροδική και οριστική σιωπή του, καταδεικνύουν ακριβώς αυτή του την υπαρξιακή αγωνία, αυτό το έρεβος στο οποίο κολυμπάει σαν σε ενυδρείο, το οποίο κάποια στιγμή αδειάζει ορμητικά τα νερά του και τον καταβαραθρώνει.
Η Λαμπρίνα Μαραγκού είναι ένας επαρκής αναγνώστης, μια καταρτισμένη φιλόλογος και μία ανήσυχη πεζογράφος, που θα βρει −με μαθηματική ακρίβεια− τη φωνή και το στίγμα της στην ελληνική λογοτεχνία. Στο βιβλίο της αυτό, με σεμνότητα και ταπεινότητα, υποκλίνεται σε μια γενναία ψυχή που, αν κι έφυγε πρόωρα, δεν μας στέρησε τη χάρη της παρουσίας της, αφού συνεχίζει να ομιλεί και να σωπαίνει μέσα από το γραπτό της λόγο, «κληρονομιά» οριστική και άφθαρτη. Κι αυτό είναι φανερό από τα μελετήματα που γράφονται για το έργο του Γιώργου Χειμωνά, κι από την κατάνυξη των ανθρώπων όταν ακούγονται δημόσια κείμενά του.