Κεφάλαιο, αγορές, απορρύθμιση: λέξεις που δεν έχουμε συνηθίσει να συνδυάζουμε με τις ερωτικές σχέσεις. Κι όμως είναι από τις βασικότερες έννοιες, που χρησιμοποιεί η Εύα Ιλούζ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και διευθύντρια σπουδών στη Σχολή Ανώτατων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών στο Παρίσι (École des hautes études en sciences sociales),στην απόπειρά της να προσεγγίσει το θέμα των ερωτικών σχέσεων στον εικοστό πρώτο αιώνα, στο βιβλίο της «Γιατί πληγώνει ο έρωτας. Μια κοινωνιολογική ερμηνεία».

Η Ιλούζ δεν αρνείται τη συμβολή άλλων επιστημών στην κατανόηση των ερωτικών σχέσεων, όπως της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας, και αργότερα της βιολογίας, της εξελικτικής βιολογίας και της νευροεπιστήμης. Επισημαίνει ωστόσο ότι έχουν συντελέσει στην «απομάγευση» του έρωτα, καθώς απομειώνουν ένα τόσο ολιστικό συναίσθημα σε ένα επιφαινόμενο, δηλαδή σε ένα αποτέλεσμα προγενέστερων αιτίων. Ισχυρίζεται επίσης ότι οι ερμηνείες των επιστημών αυτών, συχνά έχουν ταυτολογικό χαρακτήρα: για παράδειγμα, η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η μονογαμική σύνδεση είναι ξένη προς τον ανδρικό ψυχισμό εξηγεί μια παρατηρούμενη κατάσταση θεωρώντας ότι αυτή έχει εγγραφεί στα γονίδια και έχει εξελικτικά επικρατήσει, χωρίς επί της ουσίας να την ερμηνεύει.

Σε κάθε περίπτωση, κατά την Ιλούζ, οι ερμηνείες των φυσικών και των «ψυ» επιστημών, ακόμα και εάν είναι έγκυρες, δεν είναι επαρκείς, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψη μια θεμελιώδη διάσταση του ατόμου, την κοινωνική.  Και είναι ακριβώς η μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών, η οποία εξηγεί γιατί το συναίσθημα του έρωτα βιώνεται σήμερα με τόσο διαφορετικό τρόπο από ό,τι σε προηγούμενες εποχές.  Η Ιλούζ χρησιμοποιεί πληθώρα παραδειγμάτων από κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας κυρίως του 19ου αιώνα (π.χ. μυθιστορήματα της Τζέιν Ώστεν και του Μπαλζάκ) για να καταδείξει πόσο διαφορετικά βιώνουν οι πρωταγωνιστές τους τα συναισθήματά τους, σε σχέση με εμάς σήμερα, και να υποστηρίξει ότι από την εποχή της συγγραφής των μυθιστορημάτων αυτών έως τις μέρες μας έχει μεσολαβήσει  «ο μεγάλος μετασχηματισμός του έρωτα», ιδίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά.

Ως παράγοντες που προσδιορίζουν τον «μεγάλο μετασχηματισμό» η Ιλούζ θεωρεί τη σε μεγάλο βαθμό αποδέσμευση του ατόμου από τους κοινωνικούς περιορισμούς κατά την επιλογή συντρόφου (με την ανάδυση επομένως απορρυθμισμένων «αγορών γάμου», όπου επικρατούν συνθήκες «ελεύθερου ανταγωνισμού»), την ψυχολογικοποίηση και σεξουαλικοποίηση των ερωτικών επιλογών, και την αποσύνδεση του σεξ από τα συναισθήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ένταση ανάμεσα στην ανάγκη για αναγνώριση και την ανάγκη για αυτονομία μοιάζει αναπόφευκτη, όπως και η αμφιθυμία σε σχέση με το ενδεχόμενο μιας δέσμευσης, ενώ ο ερωτισμός και η σαγήνευση έχουν τρωθεί αφενός από τον ηδονισμό, αφετέρου από την πολιτική ορθότητα.

Το ερμηνευτικό σχήμα που προτείνει η Ιλούζ εξηγεί ορισμένα φαινομενικά παράδοξα, όπως το γιατί σε ένα περιβάλλον με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας, όπως αυτό των κοινωνιών της Δύσης κατά τον 21ο αιώνα, πολλοί από εμάς αισθάνονται να πελαγοδρομούν, για να βρουν τον εαυτό τους (αφού αυτός, κατά το ιδανικό της «αυτοπραγμάτωσης», ορίζεται ως ένα αντικείμενο διαρκούς ανακάλυψης και επίτευξης) και άρα για να συνδεθούν με έναν άλλο άνθρωπο, ή το γιατί η πληθώρα τεχνολογιών επιλογής (όπως η συγγραφέας ονομάζει δικτυακές πλατφόρμες σαν το match.com και μέσα κοινωνικής δικτύωσης) δεν καθιστά απαραιτήτως ευχερέστερη την αναζήτηση συντρόφου.

Μπορεί να έχει κανείς διάφορες ενστάσεις σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Ιλούζ, όπως το κατά πόσον τα συμπεράσματά της, με δεδομένα κυρίως από τις ΗΠΑ (αλλά και από το Ισραήλ, τη Γερμανία και τη Γαλλία) αφορούν το σύνολο του Δυτικού κόσμου (και εν προκειμένω, και την Ελλάδα), ή γενικότερα κατά πόσον το «δείγμα» των ατόμων από τα οποία πήρε συνέντευξη είναι αντιπροσωπευτικό (κάτοικοι μεγάλων αστικών κέντρων, απόφοιτοι πανεπιστημίου), χωρίς ωστόσο οι ενστάσεις αυτές να ακυρώνουν την ανάλυσή της.

Το βιβλίο είναι γραμμένο από γυναικεία σκοπιά, εξαρχής επισημαίνεται πάντως ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν άνδρες και γυναίκες μοιάζουν εντυπωσιακά. Κατ΄ αυτή την έννοια, το έργο της Ιλούζ είναι ένας αντίλογος στη σωρεία των βιβλίων με τίτλους όπως «Άνδρες από τον Άρη, γυναίκες από την Αφροδίτη», και μια προσπάθεια υπενθύμισης ότι η απελευθέρωση και η αυτοέκφραση στις ερωτικές σχέσεις οφείλουν να συμβαδίζουν με την ηθική και τη συναισθηματική ευθύνη απέναντι στους άλλους.