Ο Φερνάν Ιβτόν καρατομήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1957, ο μόνος Ευρωπαίος που εκτελέστηκε από τη δικαιοσύνη του γαλλικού κράτους κατά τον πόλεμο της Αλγερίας. Το έγκλημά του; Ότι είχε τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο στον χώρο του εργοστασίου όπου δούλευε, στις 14 Νοεμβρίου 1956, ο οποίος όμως δεν εξερράγη. Περίπου εξήντα χρόνια μετά, ο Ζοζέφ Αντράς, που γεννήθηκε στη Νορμανδία το 1984, γράφει τη μυθ-ιστορία του και τιμάται με το λογοτεχνικό βραβείο Γκονκούρ πρώτου μυθιστορήματος (πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα)∙ ένα βραβείο το οποίο ο νεαρός συγγραφέας δεν αποδέχτηκε.
Ο Αντράς αναπλάθει την ιστορία του Φερνάν: από τη στιγμή της παραλαβής της βόμβας από τους συντρόφους του έως τη σύλληψή του, λίγο αργότερα, την ώρα της δουλειάς, μέσα στο εργοστάσιο∙ από την ανάκρισή του και τα βασανιστήρια που υφίσταται έως την εκτέλεσή του. Τα κεφάλαια που αναφέρονται στο λογοτεχνικό «σήμερα» εναλλάσσονται με εκείνα που εξιστορούν τη γνωριμία του με τη Γαλλοπολωνέζα Ελέν, κατόπιν σύζυγό του, στο Ανέ, κοντά στο Παρίσι, όπου ο Φερνάν είχε περάσει κάποιους μήνες ανάρρωσης αφού διαγνώστηκε με φυματίωση. Ο Φερνάν εμφορείται από κομμουνιστικές ιδέες∙ αγαπά τη Γαλλία, αγαπά την Αλγερία, που είναι η πατρίδα του, την οποία θέλει να δει απελευθερωμένη από τον αποικιοκρατικό ζυγό, μια ανεξάρτητη χώρα για όλους τους πολίτες της, μουσουλμάνους, χριστιανούς, εβραίους. Δεν θέλει τη βία: η ενέργειά του έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού η βόμβα θα τοποθετείτο σε κτίριο που δεν χρησιμοποιείτο και θα εκρήγνυτο σε ώρα που δεν θα υπήρχε κόσμος γύρω. Επιπλέον ήταν μικρής ισχύος, όπως θα βεβαιώσουν στο δικαστήριο-στρατοδικείο οι εμπειρογνώμονες.
Όμως τα πνεύματα είναι οξυμένα. Το FLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) έχει ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα του. Έχουν ήδη προηγηθεί πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις. «Η όλη ιστορία μυρίζει θειάφι, βόμβες ριγμένες κάτω από άμαξες τσάρων, εκρηκτικά σε κοινοβούλια και στρατώνες, περήφανους μαύρους ιππότες, Ογκίστ-Βαγιάν και τα τοιαύτα» (σελ.44). Οι Γάλλοι άποικοι ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι. Η δίκη είναι μια παρωδία∙ η έφεσή του απορρίπτεται, όπως και η χάρη που θα ζητήσουν οι δικηγόροι του από τον Γάλλο πρόεδρο. Εκείνη τη μέρα, μία ακόμη βομβιστική επίθεση «λύνει» τα χέρια των αρχών, που την επόμενη αυγή οδηγούν τον Φερνάν στην γκιλοτίνα. Ο Φρανσουά Μιτεράν, τότε υπουργός Δικαιοσύνης, κατόπιν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα φέρει το στίγμα της εκτέλεσής του σε όλη τη μετέπειτα πολιτική σταδιοδρομία του – και δεν είναι το μόνο.
Ο Αντράς αναπλάθει την ιστορία του τριαντάχρονου Φερνάν, αυτού του άντρα που έδειχνε μεγαλύτερος απ΄ό,τι ήταν (η φωτογραφία του την ώρα της σύλληψής του εικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου), με τα αγνά αισθήματα, που πίστευε μέχρι τελευταία στιγμή πως το δικαστικό σύστημα και η πολιτική εξουσία θα στέκονταν δίκαια απέναντί του. Ο λόγος του είναι κοφτός, οι λέξεις του σκίζουν σαν μαχαίρι τις ποιητικές εικόνες που ο ίδιος δημιουργεί. Δεν φτιάχνει χρονικό, δεν κάνει ρεπορτάζ – η χρήση του ιστορικού ενεστώτα δίνει ένταση σε ένα λιτό και απέριττο κείμενο που κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή.