Ο φοιτητής ιατρικής Γιαν Άντερς Βίλεμαρκ και ο φοιτητής φιλολογίας Ούλοφ Άλμκβιστ ξεκινούν τον Ιούλιο του 1893 από τη Στοκχόλμη για ένα ταξίδι στον βορρά της Σουηδίας. Με τα ποδήλατά τους ακολουθούν μια διαδρομή μακριά από τη δημοσιά και μέσα στη φύση, βάζοντας στόχο να φθάσουν σε μερικές πόλεις ως δικά τους ορόσημα. Κοιμούνται σε ερειπωμένα εργοστάσια, στο ύπαιθρο, προστατεύονται από την ξαφνική μπόρα κάτω από υπόστεγα στη μέση του πουθενά και, κυρίως, συναντούν ανθρώπους: έναν αγωγιάτη που μεταφέρει τη σορό ενός πάστορα και την κόρη του, μια μαμά με τρεις κόρες κι έναν σύζυγο που έφυγε για μια καλύτερη ζωή και χάθηκε στην Κούβα, έναν θίασο που κατευθύνεται στην Ουψάλα , έναν παλιό συμφοιτητή. Και φτιάχνουν ιστορίες, ο Ούλοφ, δηλαδή, γιατί ο Γιαν είναι πιο εσωστρεφής και μετρημένος.

«Τους βλέπουμε να συζητούν και να αστειεύονται στη μέση του πουθενά και δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τη ζωή τους. Έχουμε ψυλλιαστεί τον σκοπό αυτού του ταξιδιού, είναι δηλαδή προτιμότερο να πούμε ότι το ταξίδι τους δεν έχει κανέναν σκοπό, ή έχει τον σκοπό όλων των νεανικών ταξιδιών: την περιπλάνηση, την άσκοπη και ρομαντική αγυρτεία» (σελ. 73).

Ο Μπιόρλινγκ και ο Καλστένιους του τίτλου της νουβέλας του Δημήτρη Καρακίτσου έρχονται να τους «συναντήσουν» στο τέλος του ταξιδιού τους μέσα από την είδηση του θανάτου τους. Εικοσάχρονοι κι αυτοί είχαν ξεκινήσει, τον Ιούνιο του 1892, για τον Βόρειο Πόλο όπου δεν έφθασαν ποτέ. Ο Γιαν και ο Ούλοφ δεν θα έχουν τη μοίρα τους (;), εξάλλου το δικό τους ταξίδι δεν φαίνεται τόσο επικίνδυνο. Όμως, καθώς προχωρούν, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον χρόνο και τα λίγα χρήματα που έχουν στη διάθεσή τους, θα χαράξουν κι αυτοί την πορεία τους, τον δρόμο που άλλοι δίστασαν να πάρουν, και θα εγγράψουν το παρελθόν τους.

Παράλληλα ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μιλάει για τον νατουραλισμό που έρχεται να πάρει τη θέση του ρομαντισμού στη λογοτεχνία. (Ο Ούλοφ υπερασπίζεται τον δεύτερο, χωρίς πολλές πιθανότητες επιτυχίες.) Όμως η εισαγωγή αυτού του στοιχείου στην πλοκή φανερώνει, εν μέρει τουλάχιστον, και  τις συγγραφικές προθέσεις καθαρότερα απ΄ό,τι σε προηγούμενα βιβλία του Δημήτρη Καρακίτσου.

Η νουβέλα έχει ρυθμό: το πραγματικό σμίγει με το φανταστικό στην ίδια ή την επόμενη φράση, στην επόμενη παράγραφο, ή στο επόμενο κεφάλαιο. Οι ιστορίες του Ούλοφ, ένθετες αρχικά, αποσπώνται από τον κορμό με την εμφάνιση του άνδρα σε ένα ταξίδι που δεν έγινε (ακόμα) από τη σελ. 88 και μετά.

Και καθώς ο άνδρας αυτός θα μας οδηγήσει στο τέλος της λογοτεχνικής περιπέτειας του Καρακίτσου, θ’ αναρωτηθούμε μαζί του: μήπως όλα τα έργα χρειάζονται θεατές; Έτσι κι η ιστορία του Γιαν και του Ούλοφ μοιάζει να γράφτηκε για μας.