Η ποιητική πρόθεση του βραβευμένου και καταξιωμένου ποιητή και διπλωμάτη Γιώργου Βέη κατατίθεται ήδη από τη σελίδα 11 στο εναρκτήριο πόνημά του:

Είσοδος

Πότε και πώς μπόρεσαν

όλ’ αυτά τα βουνά, οι λίμνες

να γίνουν οι λέξεις

τα όνειρά μας

στις ώρες της στέρησης

και της ανάγκης;

 

Η φωτιά δεν θα σβήσει

ο κόσμος δεν σώνεται

παραμένει στην επιθυμία.

Κάτι από το καβαφικόν «Επιθυμίες κι αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην…» απηχεί εδώ, μαζί βεβαίως με τις πλατωνικές Ιδέες των ανέφικτων πόθων, συν την υπαρξιακού ερέβους διαπίστωση ότι «ο κόσμος δεν σώνεται»… Περισσότερο σαφής δεν θα μπορούσε να γίνει η ποιητική του ιδεολογία, ο προσανατολισμός, το στίγμα και η ρότα του πνευματικού οχήματος (ή πλεούμενου) που φέρει στο νηολόγιο το όνομα «Γιώργος Βέης».

Πάμε τώρα στις σελίδες 48 και 49 αυτού του λακωνικώς περιεκτικού τομιδίου προκειμένου να διαβάσουμε και να μελετήσουμε ως επαρκείς συνδημιουργοί αναγνώστες:

Συγκάτοικοι

Βήματα πάλι του κατοικίδιου σπορέα

εκτός κι αν είναι το πέρασμα

από την κρεβατοκάμαρα στην κουζίνα

εκείνου του αόρατου ζώου των σπηλαίων

ναι

του χρωστάμε ακόμη λίγο αίμα

από τότε που μας βοήθησε να επιζήσουμε

την εποχή της μεγάλης ξηρασίας.

 

Ημερήσιο πρόγραμμα

Ακούω: Πανορμίτης… χρυσελεφάντινο… Κομοτηνή…

τις θυμάμαι

ακριβώς όπως τις συλλάβισα τότε για πρώτη φορά

τις ήθελα όμως αποκλειστικά δικές μου στο άμεσο μέλλον

ο θησαυρός του Δημοτικού Σχολείου

όπου η κάθε καινούργια λέξη

από τον Δάσκαλο κυρίως

ή τον διπλανό μου στο θρανίο

που δεν σήκωνε κεφάλι από τα βιβλία του

η κάθε καινούργια χώρα στον ρυτιδιασμένο χάρτη

δίπλα στον μαυροπίνακα

 

έκπληξη από ύπαρξη.

 

Η λεξιλαγνεία που γίνεται ελιξίριο κατά της Αγωνίας, που ενίοτε είναι συνώνυμη της υπάρξεως σε κρίσιμους, μεταβατικούς καιρούς… Και η φρικτή συνυποδηλουμένη διαπίστωσις ότι είμαστε ακόμα στην εποχή των σπηλαίων, ο υλιστικός τεχνολογικός πολιτισμός μας απειλεί να μας ξαναρίξει πάλι πίσω στο βαθύ λαγούμι της Άγνοιας και της επικρατήσεως των ζωωδών ενστίκτων. Ο ποιητής είναι εχέφρων, αλλά όχι και κρυψίνους, νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί τις εντυπώσεις του, δεν έχει καμίαν στρεβλήν άποψιν περί εχεμυθείας, δεν φαίνεται να νιώθει σαν να έχει δώσει κάποιον συγκεκριμένον όρκον σιωπής επί του Αρρήτου και Αφάτου, του διά της Ποιήσεως μόνον (μερικώς) προσπελάσιμου.

Ο ποιητής πενθεί –κατά τη γνώμη μου– τη ζωή που έζησε και ποθεί μιαν άλλην που δεν έζησε, λευτερωμένη από συμβάσεις, περιορισμούς και λογοπενίες. Η ιδιόλεκτός του είναι απλή, καθημερινή, βιωμένη, «επίσημη», δεν κυνηγάει (όπως άλλοι) σπάνιες λέξεις σε σκονισμένους ογκόλιθους χαμένους σε παλιές, υγρές βιβλιοθήκες…

Το ύφος του ελληνιστικόν. Τι εννοώ μ’ αυτό; Η πολύ-πολιτισμικότητα του ευρύτερου ελληνικού χώρου βαθιά βιωμένη, καθιστά τον Γιώργο Βέη υγιώς κοσμοπολίτη.

Είναι τόσον υπερχειλίζουσα και μετριασμένως πληθωρική η έκφρασίς του που δεν χρειάζεται να καταφύγει σε λογοκλοπές και σε «μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα».

Στο θεματολογικό επίπεδο η ύπαρξή του είναι επικεντρωμένη στο προσωπικό βίωμα-εντύπωμα, όπως αντικατοπτρίζει το «εμείς» ρομαντικώς και νεοκλασικώς διαθλασμένο στο εντέχνως φωτοσκιασμένο ποιητικό κάτοπτρο του διανοητή.

Στο μορφολογικό και ρυθμολογικό επίπεδο, συναιρούνται και συμφύρονται ως ετερόκλιτα ηχοχρώματα από διάφορες λαλιές και μουσικές του πλανήτη.

Η ποίηση του Γιώργου Βέη πρέπει να μελετηθεί από την ασφάλεια του Χρόνου, μέσα από την απόσταση εκείνη που επιβάλλει η αδέκαστη έρευνα. Ξέρετε, καμιά φορά, η δημόσια παρουσία του ποιητή ακυρώνει το ίδιο το έργο του, ή (στην καλύτερη περίπτωση) το θέτει σε δεύτερη μοίρα.

Με αυτό εννοώ ότι ο Γιώργος Βέης είναι ένα ποιητικό πρόσωπο, ακόμα κι όταν δεν γράφει ή μιλάει… Αυτή του η περσόνα που έχει επιλέξει να κρατάει ανάμεσα στο έσω Φως και στον έξω Κόσμο τον οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη λάμψη επισκιάζοντας το έργο του αυτό καθ’ εαυτό. Όμως δεν πρόκειται για κάποια παράπλευρη απώλεια αλλά για  μια συμπληρωματική καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ο performer είναι φίλος του ποιητή (ειδικά αν είναι το ίδιο πρόσωπο). Εξάλλου το ποιείν δεν περιορίζεται και δεν πρέπει να εγκλωβίζεται στα τυπωμένα ποιήματα. Για τη Σαπφώ, τον Αλκαίο και τον Ίβυκο, για τον Ηράκλειτο, τον Ευριπίδη και τον Λόπε ντε Βέγκα, οι λιγοστές γραμμές που σώθηκαν είναι απλώς οι κορυφές ενός παγόβουνου που έχει βαθιά τις ρίζες του στα ηφαίστεια που σιγοβράζουν στα σωθικά της Ανθρωπότητας.

Συμπερασματικώς, ο Γιώργος Βέης είναι ένας «ολικός καλλιτέχνης» υπερβάλλων του ποιητικού του έργου και υποβάλλων ποιήματα σε όσους έρχονται σε επικοινωνία με το άστρο του.

Ήδη από την υποφώσκουσα ειρωνεία-αυτοσαρκασμό του τίτλου συνυποδηλώνεται ότι ο ποιητής έχει κάνει ήδη ένα τουλάχιστον βήμα προ την αυτό-αποκαθήλωσιν ενός προσωπικού μύθου για να λάμψει το Φως –πίσω από το προσωπείο–  προκειμένου να αναδυθεί το πραγματικό του μυθοπλαστικό μεγαλείο, το θάμβος ενός οραματιστή που χρησιμοποιεί τις λέξεις αντί να αφήνεται να παραδοθεί σ’ αυτές.

Κι αυτή είναι η πλέον ειλικρινής μου, σεβαστική κριτική για το σύνολο του μέχρι τώρα ποιητικού έργου του.