Άγνωστος –παγωμένος– κόσμος

Δύο κορίτσια εξαφανίζονται μια αυγουστιάτικη μέρα στη χερσόνησο της Καμτσάτκα, στο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας. Αυτή είναι η αφετηρία του βιβλίου «Γη που χάνεται» της Julia Phillips.

Κάθε κεφάλαιο που ακολουθεί έκτοτε και που τιτλοφορείται με έναν μήνα του χρόνου, καθώς ο καιρός κυλάει και τα κορίτσια παραμένουν άφαντα, καταπιάνεται με έναν διαφορετικό τύπο γυναίκας, διαφορετικής ηλικίας, των οικείων της, του περίγυρού της. Σε αυτά, ξετυλίγεται η ζωή της, το παρόν, το παρελθόν και το επιθυμητό μέλλον της, εισχωρώντας η συγγραφέας στα άδυτα της προσωπικής ζωής, σε αυτή που ζει όταν οι πόρτες των διαμερισμάτων και των σπιτιών κλείνουν, η εκάστοτε ηρωίδα, και επιχειρεί μια καταβύθιση στην ψυχή της και στις πιο μύχιες σκέψεις της.

Δέκα διαφορετικές μικρές ιστορίες, ιστορίες γυναικών της Ρωσίας, που ζουν σε έναν άγριο σκληρό τόπο, σε μια άγρια σκληρή κοινωνία, που παλεύουν να επιβιώσουν, να εξελιχθούν, να αλλάξουν, να χτίσουν μια καλύτερη ζωή, να ζήσουν ευτυχισμένες. Όλες τους ο αναγνώστης τις βρίσκει σε μια ευάλωτη στιγμή της ζωής τους, κατά την οποία αυτή δεν είναι όπως την είχαν φανταστεί· απογοητευμένες και λυπημένες.

Όσο τα κεφάλαια πληθαίνουν, οι γυναίκες αυτές, αντιπροσωπευτικά δείγματα της ρωσικής κοινωνίας, ή οι οικείοι τους διασταυρώνονται, αλληλεπιδρούν, προσπαθούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Μέχρι που, από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεπηδά μια μικρή, απειροελάχιστη, θετική ένδειξη σχετικά με το ποιος μπορεί να απήγαγε τα κορίτσια και πού μπορεί να βρίσκονται. Να είναι αλήθεια άραγε;

Στον απόηχο της εξαφάνισης και με φόντο τη συγκλονιστική άγρια ομορφιά της σιβηρικής χερσονήσου της Καμτσάτκα, έρχονται στο φως ο φόβος, ο πόνος, οι ανησυχίες, η μοναξιά, η απόγνωση των ανθρώπων ενός λαού που ανήκει σε έναν άγνωστο, διαφορετικό κόσμο από εμάς. Σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο, αιχμηρό, άγριο, εθιστικό.