«The most happy»

Τι να προλάβει να πει κανείς στον περιορισμένο χώρο μιας κριτικής για τα «Γεράκια», το δεύτερο μέρος του δίτομου «Γουλφ Χολ» (επίσης από τις εκδόσεις Πάπυρος); Και πώς να παρουσιάσει την Αγγλίδα συγγραφέα Χίλαρι Μαντέλ που, χρησιμοποιώντας ως υλικό μια πασίγνωστη και χιλιοειπωμένη ιστορία, κατόρθωσε να φτιάξει λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, ένα ανθρώπινο δράμα ανάλογο των αρχαίων τραγωδιών; Και επιπλέον κέρδισε, και δικαίως, δύο φορές απανωτά το βραβείο Booker (η πρώτη γυναίκα συγγραφέας) καθώς και το Costa για το 2012, ενώ έκανε και εμπορική επιτυχία. Κοιτάζοντας τη φωτογραφία αυτής της μικρής το δέμας και με τόσο χαρακτηριστική, αγγλική φυσιογνωμία κοκκινομάλλας, απορώ πού κρύβεται αυτό το ταλέντο, αυτή η δύναμη της θέλησης για τη συγγραφή ενός τέτοιου μεγέθους έργου (ακολουθεί και τρίτη συνέχεια), αυτή η ακλόνητη πίστη στη δουλειά της που την οδήγησε στο λογοτεχνικό θρίαμβο στα 52 της χρόνια, ενώ γράφει από το 1988.

Θα μπορούσα να γράψω σελίδες επί σελίδων για τη Χίλαρι Μαντέλ, της οποίας είμαι θαυμάστρια, για να μην πω οπαδός, αλλά δεν θέλω να αδικήσω το βιβλίο. Διότι τα «Γεράκια» είναι ένα κείμενο που φτάνει τις κορυφές της κλασικής λογοτεχνίας. Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1535, όπου ο Τόμας Κρόμγουελ, ο βασικός ήρωας της τριλογίας, έχει καταφέρει με τις νομικές του γνώσεις, το δαιμόνιο μυαλό του και την πικρή αλλά χρήσιμη εμπειρία από την ταπεινή καταγωγή του, το αδιανόητο: να ανεβάσει στο θρόνο της βασίλισσας της Αγγλίας την «παλλακίδα», όπως την αποκαλούν οι εχθροί της, Άννα Μπολέιν και ο ίδιος, ο γιος ενός σιδερά που τον κακοποιούσε, να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας και ο απόλυτα έμπιστος σύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου του Η΄, των Τιδόρ. Παράλληλα, η χώρα έχει πλέον δική της, ανεξάρτητη εκκλησία, με κεφαλή τον βασιλιά και όχι τον πάπα. Παρ’ όλα αυτά, τα σύννεφα πυκνώνουν στον ορίζοντα: η Αγγλία έχει απομονωθεί πολιτικά, λόγω της ρήξης του βασιλιά με τη Ρώμη, ενώ η καινούρια βασίλισσα, αν και έχει φέρει ήδη στον κόσμο τη μικρή Ελισάβετ, αδυνατεί να δώσει στον Ερρίκο αυτό που ποθεί περισσότερο στον κόσμο: έναν άρρενα διάδοχο του θρόνου.

Ο Κρόμγουελ κατανοεί ότι αν πέσει η Μπολέιν θα παρασύρει και τον ίδιο. Χρειάζεται μια λύση, άμεσα. Και τη βρίσκει στο πρόσωπο της Τζέιν Σίμουρ, μιας ευγενούς νεαρής στη συνοδεία της Μπολέιν, με την οποία ο Ερρίκος αρχίζει να φλερτάρει. Κι αυτό είναι η αρχή μιας αριστοτεχνικά σχεδιασμένης από τον Κρόμγουελ παγίδας για την εκθρόνιση της βασίλισσας. Χρησιμοποιώντας φήμες και κουτσομπολιά της αυλής, εκβιάζοντας, απειλώντας και δωροδοκώντας τις κυρίες των τιμών και τον κύκλο των φίλων της Άννας, χτίζει κομμάτι-κομμάτι το κατηγορητήριο: μοιχεία, μαγεία, αιμομιξία, προδοσία εναντίον του βασιλιά.

Όπως προείπα, η πλοκή είναι γνωστή και ουσιαστικά αποτελεί μόνο την αφετηρία για το μυθιστόρημα. Άλλα είναι τα στοιχεία εκείνα που ανεβάζουν το βιβλίο στο ύψος των κλασικών. Πρώτα απ’ όλα, η γραφή της Μαντέλ: ρέουσα, σχεδόν ονειρική («θυμίζει τραγουδιστή ή πιανίστα», όπως τη χαρακτήρισε ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής για τα βραβεία Booker), με στιγμές ιδιόμορφου λυρισμού αλλά και ωμού ρεαλισμού. Το κείμενο αυτό δεν το διαβάζεις, η γραφή του είναι ένα ποτάμι που σε παρασέρνει στη ροή του και σε οδηγεί εκείνο στις εκβολές του. Σκέψεις, σχέδια, συναισθήματα, εσωτερικοί μονόλογοι παράλληλοι με τους εξωτερικούς διαλόγους, «συνομιλίες» με τους νεκρούς που συνυπάρχουν αόρατοι με τους ζωντανούς, δένονται αριστοτεχνικά με τα γεγονότα, τις σκηνές, τις εξελίξεις, αλλά και την καθημερινή ζωή του 16ου αιώνα στην Αγγλία. Και μια και δεν ζούμε στην εποχή των Τιδόρ, θα χαρακτήριζα άφοβα τη Μαντέλ «μάγισσα της γραφής»: το κείμενο είναι ζωντανό, ο αναγνώστης πλέει μέσα του, λες και είναι παρών στα γεγονότα, λες και συμβαίνουν σήμερα και αφορούν τη ζωή του. Κι αυτό είναι το δεύτερο σημείο όπου η συγγραφέας μεγαλουργεί: κάνει αυτή τη σκονισμένη από τους αιώνες ιστορία σύγχρονη και ταυτόχρονα μια διαχρονική μελέτη για την ανθρώπινη φύση.

Κι αν στο πρώτο βιβλίο πρωταγωνιστεί η λυσσαλέα μάχη για την εξουσία, για την οποία οι άντρες παλεύουν μεταξύ τους όπως οι λύκοι, εδώ είναι οι γυναίκες που έρχονται σε πρώτο πλάνο ως «γεράκια»: φτερωτά, γοητευτικά αρπακτικά. Και είναι πραγματικά εμπνευσμένη η επιλογή του επιμελητή Παναγιώτη Σουλτάνη (εξαιρετική η δουλειά του, όπως και της Εριφύλης Μαρωνίτη που ανέλαβε το μεταφραστικό άθλο), στο θέμα του τίτλου: όχι μόνο γιατί το λευκό γεράκι διάλεξε η Άννα Μπολέιν για το οικόσημό της, όταν έγινε βασίλισσα. Αλλά και γιατί η πρώτη σκηνή του βιβλίου, που ξεκινά με μια ποιητική απόδοση του κυνηγιού με τα γεράκια, συμπυκνώνει όλο το κείμενο: οι γυναίκες στις τάξεις των ευγενών της εποχής εκπαιδεύονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον ως γεράκια, κυνηγοί που θα φέρουν το θήραμα, δηλ. έναν πλούσιο γάμο, μια υψηλή θέση, έναν αριστοκρατικό τίτλο στην οικογένεια. Ακόμα και η «Plane Jane», η σιωπηλή και απλή κοπέλα που θα γίνει η τρίτη σύζυγος του Ερρίκου, είναι ένα ακόμα γεράκι: ο Κρόμγουελ την παρακολουθεί να σκέφτεται, να υπολογίζει, να μετρά τις δυνατότητές της κοιτάζοντας από το παράθυρο το βασιλιά. Την αξιολογεί και αποφασίζει να τη χρησιμοποιήσει, όπως έκανε και με την Μπολέιν, στο δικό του κυνήγι μέσα στο κυνήγι. Διότι ο Κρόμγουελ δεν έχει δικά του «γεράκια», οι κόρες του πέθαναν μικρές, δεν πρόλαβαν να ενηλικιωθούν. Με αυτή την οπτική η Μαντέλ, χρησιμοποιώντας το μύθο για να τον αποδομήσει τελικά, σε μεγάλο βαθμό απελευθερώνει την Μπολέιν από το βάρος του: δεν είναι μια σατανική αριβίστρια, δεν είναι ούτε μία χειραφετημένη γυναίκα που διεκδικεί μερίδιο στα χωράφια των αντρών και «τρώει το κεφάλι της». Είναι ένα γεράκι που έφτασε πολύ ψηλά, τυφλώθηκε από το φως του ήλιου και έπεσε πίσω στη γη, σε ελεύθερη πτώση.

Στη σκηνή της εκτέλεσής της, η Μαντέλ την απογυμνώνει πλέον εντελώς από όλα τα ηρωικά στοιχεία: στη δική της εκδοχή η Μπολέιν δεν πεθαίνει περήφανα ως βασίλισσα. Είναι μόνη της, χωρίς κανένα σύμμαχο, χωρίς κανένα δικό της άνθρωπο. Όλοι την έχουν προδώσει. Είναι χαρακτηριστική της μοναξιάς της η φράση από το βιβλίο: «Όλοι είπαν ”είμαι αθώος”, αλλά κανείς δεν είπε ”είναι αθώα”». Αδυνατισμένη –«ένα μάτσο κόκαλα»–, τρέμοντας, ανεβαίνει στο ικρίωμα. Όχι μύθος, όχι βασίλισσα, όχι μάγισσα. Όχι τέρας με ουρά φιδιού και έξι δάχτυλα, όχι ηρωίδα. Ανθρώπινη, τραγικά ανθρώπινη. Κι αυτό είναι επίσης μεγάλη μαεστρία της Μαντέλ: διαλύοντας το μύθο, δεν την ταπεινώνει αλλά αναδεικνύει επιτέλους την ανθρώπινη ιδιότητά της, την κάνει οικεία. Ταυτόχρονα, χωρίς φεμινιστικά κηρύγματα, αποδίδει όλο το δράμα της γυναικείας ταυτότητας: αν είσαι γυναίκα, οφείλεις να διαλέξεις. Και όλες ξέρουμε ότι, όσο και αν άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες από τότε, ο πυρήνας του διλήμματος παραμένει μέσα σε μια κοινωνία που σε ερμηνεύει, ακόμα και σήμερα, ως αντικείμενο χρήσιμο ή άχρηστο και ως στερεότυπο: παρθένα ή πόρνη, μητέρα ή «γεράκι», αγία ή μάγισσα…

Η Μπολέιν, μας λέει η Μαντέλ, νόμιζε αφελώς ότι η αγάπη του βασιλιά και η εξουσία που εξαιτίας της απέκτησε, θα της έδινε τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη γυναικεία μοίρα. Γι’ αυτό και επέλεξε ως προσωπικό της μότο όταν ανέβηκε στο θρόνο τη φράση «The Most Happy», «Η Ευτυχέστερη». Αλλά η μοίρα των γυναικών είναι το φύλο τους, η μοίρα των γυναικών είναι το σώμα τους. Και η ευτυχία για μια γυναίκα είναι ίσως κάτι δυσκολότερο από το να κερδίσει την αγάπη ή να αποκτήσει δύναμη: είναι να επιβιώσει, να καταφέρει να κρατήσει το σώμα της ενωμένο με το κεφάλι της…