Τεσσαράκοντα και επτά (47) ποιήματα με τίτλους που παραπέμπουν στο φως εξ ουρανού μέσα από παράθυρα που παραπέμπουν στη μυθολογία του ιδανικού θήλεος με επιστρώσεις αντικατοπτρισμών από αθέατες εκλάμψεις μετεωριτών που θα ονομαστούν «μετέρωτας» (σελ. 37):

Α! ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΤΕΡΩΤΑΣ

Α! Είναι ο μετέρωτας

Πλαγιάζεις στο κρεβάτι

σηκώνεις το σεντόνι να τη δεις

όπως της σηκώθηκε το φόρεμα

με την έλξη του ηλιακού ανέμου

και αναμετράς τι κέρδισες

Ακουμπάς επάνω της κι αφουγκράζεσαι

η γη στρογγυλή μηχανεύεται

τ’ αηδόνια μουσκεύουν τη νύχτα

τα στάχυα σκύβουν απ’ το κίτρινο

οι αστέρες απλώνουν τα δίχτυα

Ακούς την κοιλιά της λευκή που καίει

από εσένα που πριν ήσουν νερό

και τώρα πάγωσες

σκληρός να βγεις στη νέα μέρα.

Κάποτε βιώναμε τον έρωτα, τώρα μιλάμε γι’ αυτόν. Κάποτε κολυμπούσαμε στο Φως, σαν τα χέλια μέσα στη στέρνα, τώρα το φοβούμαστε. «Μα τι πολιτισμός είν’ αυτός;», μοιάζει σαν να σχολιάζει ο ποιητής Παναγιώτης Βούζης κάτω από τον προκλητικά μετρημένο και σοφά ζυγιασμένο λόγο του.

Ας διαβάσουμε μαζί το ποίημα «Φωτοφοβία» (σελ. 32):

ΦΩΤΟΦΟΒΙΑ

Εδώ δεν υπάρχει η ποίηση

ούτε το Κράτος που τη σέρνει

Εδώ είναι 300.000.000 συν ένα μέτρα

μακριά της οπτικής ακτίνας του Κυρίου

στο κάθε καινούριο δευτερόλεπτο

Εδώ δεν είναι ο Θεός

ούτε οι ποιητές

οι παραδομένοι κόλακες των θεών και του Κράτους

Ξένε γρήγορε

εάν προφθάσεις έως εδώ

αν είσαι άντρας θα σου μιλήσω

για λέξεις δύσκολες ή πραγματικά κορίτσια

για το λευκό τους φύλο που δαγκώνει

μεταξοσκώληκα όλο πτυχές

Εάν είσαι γυναίκα θα σου ζητήσω να σε μπω

Εδώ είν’ ο κβαντικός παράδεισος

η συστροφή η συστροφή των αντιθέτων

η ηδονή

μαζί με την αηδία για την άδεια ζωή

η νεαρή γυμνότητα και επάνω της η κρούστα

από συμβιβασμούς βαρυτικούς

η διαχρονία της ηλιθιότητας

μα κι η διάρκεια μιας τραυλής πεταλούδας

Εδώ η Έρση μ’ άφησε

γιατί ήταν επαναστάτρια πολύ, ενώ δεν ήμουν επαναστάτης

Εδώ σηκώνω την Έρση ανοίγοντάς της το jean

φουχτιάζοντάς της το αιδοίο

στη συναυλία των Ramones.

Δεν ξέρω αν η χρονολογική ένταξη στην αμελέτητη ακόμα «γενιά του 1990» του διδάκτορα αρχαίας ελληνικής φιλολογίας Παναγιώτη Βούζη, με την άρτια μετρική κατάρτιση κι εξοικείωση με την προσωδία της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, είναι αντιπροσωπευτική των ομοτέχνων του, συνομηλίκων ή μη, που εμφανίστηκαν στα Ελληνικά Γράμματα λίγο πριν από την αλλαγή της ημερολογιακής χιλιετίας (που δεν σημαίνει τίποτα εν τέλει, πέρα από τις όποιες ιδεοληπτικές ψυχαναγκαστικές επιδράσεις των εορτασμών στο συλλογικό θυμικό), όμως η έμμετρη πρωτοτυπία του λόγου του, η πρόδηλη εμβρίθεια, ο λογιοτατισμός του, που είναι μάλλον «λαϊκός» παρά σχολαστικά ακαδημαϊκός, και η κυριολεκτική, αναλυτική μεθοδολογία του πλάθουν άκρως αφηγηματικά παραστατικά ποιήματα που δεν ξέρω τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν με την όποια αποδόμηση και μετα-νεωτερικότητα…

Προκειμένου όμως να διαμορφώσουμε μια σίγουρη πρώτη θέαση της πανοραμικής ματιάς του πάνω στην ποιητικώς μεταλλαγμένη εμπειρία, ας διαβάσουμε μαζί ακόμα ένα ποίημα με τον άκρως συμβολικό τίτλο «Κατάργηση της νύχτας» (σελ. 19):

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Νύχτα που την κλείνεις σε στόμα

ικανό να σκίζεται

και όσος υπολείπεσαι

από ήλιο βλέπεσαι απόλυτο

Το αρνητικό αυτό φως

δεν το ανταλλάσσω, άνθρωποι

που σας αδειάζει ο αστέρας

με την πιο τυφλή του πλημμύρα

Την κύκλια και μελανή λέξη

φυλάσσω για πάντα ανεπίδοτη

σπαραγμένος ή λυόμενος απ’ ακτίνες

για να τυλίγονται μ’ αυτήν ερωτευμένοι

και να ησυχάζουν οι ήχοι σε τόπο

κρυπτό, που κανένας δεν θα ονομάζει.

Εδώ είναι σαφές πια πως πέρα από τη συνειδητώς επιλεγμένη ερωτική θεματολογία αυτής της ποιητικής συλλογής προέχει και προεξάρχει ο φιλοσοφικός στοχασμός, ο οποίος, μετά την επίσης ανεξερεύνητη ακόμα «γενιά του 1980», εντάσσεται σε ένα υβριδικό, κατά τη γνώμη μου, είδος «ποιητικού φιλοσοφικού δοκιμίου», το οποίο είναι μεν πανάρχαιο, αλλά η αναγκαστική (;) πεζολογικότητά του προκειμένου να μεταφερθεί το μεγαλύτερο νοητικό φορτίο ακυρώνει εξ αρχής κάθε προσπάθεια μουσικής εμφάσεως, όχι όμως και την απαίτησιν της αρμονικότητος. Τι θέλω να πω; Εξηγούμαι: ο εγγενής «εσωτερικός ρυθμός», που είναι διαφορετικός σε κάθε ποιητή κι είναι δύσκολο να γίνει κατανοητός αν δεν τυποποιηθεί κι ενταχθεί στη συλλογική συνειδητότητα (όπως έγινε με την περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη μετά το βραβείο Νόμπελ, αλλά και χάρη στις ιδιοφυείς μελοποιήσεις στίχων του από τον Μίκη Θεοδωράκη)… Μέχρις ότου δοθεί όμως ένα αναγνωρίσιμο εύρος ιδιοσυχνότητας-ιδιολέκτου-ιδιορρυθμού και ν’ αναγνωριστεί ευρέως όχι ως «νόμιμος» αλλά ως «οικείος» (αν όχι και προσφιλής), η πρόσληψη της σύγχρονης ελληνικής ποίησης από το 1980 και μετά προσκρούει σε αυτό το χαοτικό φράγμα των αλληλοσυντεθειμένων ιδιολέκτων που είναι δύσκολο να περάσουν μόνον από την τυπωμένη τους μορφή στο πλατύ κοινό. Ακριβώς γι’ αυτό τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν πυκνώσει κι ενταθεί οι αναγνώσεις ποιημάτων τους από τους ίδιους τους δημιουργούς με αφορμή επετείους, γιορτές, παρουσιάσεις βιβλίων ή τηλεοπτικές-ραδιοφωνικές εκπομπές (σπανιότερα). Έτσι καθίσταται δυνατόν από τα λεγόμενα «παραγλωσσικά σημεία» να τονίζεται (ακόμα κι όταν παρατονίζεται) μουσικά κάθε φράση, κάθε στίχος και ν’ αποκτάει το φώνημα μια ξεχωριστή αξία, ενώ ο γρήγορα διαβασμένος τυπωμένος λόγος αδικεί συνήθως τη μορφή δίνοντας έμφαση στα κοινωνούμενα νοήματα. Αυτό το ξέρουμε καλά όσοι διαβάζουμε «επαγγελματικά» και γι’ αυτό οι περισσότεροι κριτικοί Λογοτεχνίας ειδικεύονται ή βολεύονται με την πεζογραφία κι αποφεύγουν την ασύλληπτη, ακατάληπτη, ανυπότακτη σύγχρονη ποίηση. Αυτό όμως δεν ισχύει για τον ποιητή Παναγιώτη Βούζη ως κριτικό που επιμένει ποιητικά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς κι είναι από τους λίγους επαρκείς που μπορούν να φωτίσουν το σύγχρονο λογοτεχνικό τοπίο εμπλουτίζοντας την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» με τη διαύγεια του φωτός που κουβαλούν τόσο στο πρωτότυπο δημιουργικό όσο και στο δευτερογενές κριτικό τους έργο, που εκπηγάζει από τη βαθιά γνώση της ουσίας κι από την αποτελεσματική λύση προβλημάτων τεχνικής που αντιμετωπίζουν.

Από τη συλλογή δεν θα μπορούσε φυσικά [;] να απουσιάζει κι ένα ποίημα «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» (σ. 57), αφού ο Γιώργος Σεφέρης ήταν πια ο πλέον αναγνωρισμένος ποιητής που εκφράστηκε τέλεια ρυθμικά σε «ελεύθερο-πεζό» στίχο.

Με αυτό θα κλείσουμε τη σύντομη περιδιάβασή μας στην ποιητική συλλογή με τον συμβολικότατο τίτλο «Φυσική ατροπίνη».

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ.

Μα εκείνη χαμογέλασε
Αντικρύ της Άνοιξη
Πώς να μη χαμογελάσει
Φορώντας χρώματα ανοιχτά
Σαν ηλιακή αμυγδαλιά
Με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα
Ίσκιοι και χαμόγελα παντού
Στους ώμους, στους μηρούς, στα γόνατα.

Ο Παναγιώτης Βούζης είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στα Νεοελληνικά Γράμματα γιατί βλέπει το έργο των άλλων (και τον εαυτό του) κριτικώ τω τρόπω μέσα από τα παράλληλα κάτοπτρα που λάμπουν στην ξάστερη ποίησή του, συνέχεια της παράδοσης και προέκτασής της προς αιώνες φωτεινούς που τίποτα πλαστό δεν θα μπορεί να κρυφτεί και θα διασώζεται η ουσία του εντέχνως κοινωνουμένου ρυθμικού νοήματος, που είναι παλμός ζωής κι αλεξιθάνατο τεκμήριο. Όλα τ’ άλλα είναι «-ισμοί» που θα χαθούν στα βάθη της Προϊστορίας.