Φτωχοί, αυτοί οι αόρατοι

Λέγεται «The Line» – γυρισμένο από τη βραβευμένη με Emmy Λίντα Μίντγκετ. Υπότιτλος του ντοκιμαντέρ: Φτώχεια στις ΗΠΑ. Τι άλλο μπορεί κανείς να προσθέσει;

Ακούγεται ως εξής: “Why I sing the blues” – τραγουδισμένο από τον μέγιστο B.B. King να εξιστορεί τα δύσκολα χρόνια στα γκέτο, τριγυρισμένος από ανέχεια, παλιόρουχα, κατσαρίδες και μπόλικο μπλουζ.

Μπορείς να το δεις στην μπλε περίοδο του Πάμπλο Πικάσο: ένας καταβεβλημένος άνδρας, μια γυναίκα με σκυμμένο κεφάλι, ένα παιδί γερασμένο πριν την ώρα του – ανυπόδητοι και οι τρεις. Ο τίτλος του πίνακα: «Φτωχοί άνθρωποι».

Επί του πρακτέου, διαβάζεται έτσι ακριβώς: ο sui generis Αμερικανός συγγραφέας Γουίλιαμ Βόλμαν γράφει για τους φτωχούς ανθρώπους του κόσμου. Για την ακρίβεια τους θέτει το πλέον συναφές, με την περίπτωσή τους, ερώτημα: «Γιατί υπάρχουν φτωχοί;»
Οι παλαιομαρξιστές θα έκαναν λόγο για την αποξένωση του εργάτη από τα μέσα παραγωγής και για την εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργασίας του που τον βυθίζει ακόμη περισσότερο στην ανέχεια.

Οι νεολιθικοί θιασώτες της ελεύθερης οικονομίας θα έστεργαν με χαρωπή παραζάλη στη θεότητα των αγορών και θα έλεγαν πως όλα αυτορυθμίζονται με θαυμαστό τρόπο. Έτσι, τα χρήματα πηγαίνουν εκεί που πηγαίνουν και έτερον ουδέν. Από το ευρύ φάσμα των απόψεων ο Βόλμαν προτείνει το ελάχιστα πρόδηλο: απλώς καταγράφει δίχως ιδεολογικές σημάνσεις ή παρηγορητικές φαντασιώσεις. Όχι, δεν παίρνει θέση – απλώς, καταγράφει, ακούει και διαπιστώνει. Έχει, δε, πάντα κατά νου πως πρέπει να αποφύγει τα δύο βασικά λάθη στα οποία υποπίπτει όποιος ασχολείται με θέματα –σαν και αυτό της φτώχειας– που κουβαλούν κάμποσο εννοιολογικό βάρος: δεν προσφέρει συγκαταβατικό οίκο, αλλά ούτε ρέπει στην καλοπροαίρετη επιδοκιμασία. Αποφαίνεται ως εξής: οι φτωχοί δεν είναι κάτι άλλο από εμάς. Δεν είναι ούτε καλύτεροι, ούτε χειρότεροι.

Ο Βόλμαν είναι μια παράξενη περσόνα για τα αμερικάνικα γράμματα. Αρκετοί αναγνώστες του θεωρούν πως τα βιβλία του είναι δύσκολα και πολυσέλιδα. Επίσης, έχει ένα θέμα με όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου της πορνείας (ακροθιγώς διερευνάται και στο παρόν βιβλίο). Ο ίδιος δικαιολογείται στην κατακλείδα των «Φτωχών Ανθρώπων», απευθυνόμενος στον αόρατο αναγνώστη: «Για να με έχεις διαβάσει μέχρι εδώ πρέπει να είσαι πλούσιος όπως κι εγώ». Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε ποιος θεωρείται φτωχός και ποιος πλούσιος; Το ερώτημα φαίνεται να έχει μια αυταπόδεικτη απάντηση. Κι όμως, θα ήταν αστόχαστο να νομίσει κανείς πως τα κοινωνικά φαινόμενα αναλύονται κάτω από το στρεβλό φως των κατεστημένων εικόνων που έχουμε για την κοινωνική διαστρωμάτωση. Σαφώς, μεταξύ ενός ζάμπλουτου και ενός παρία η διαφορά είναι αυταπόδεικτη. Όμως ο Βόλμαν, με την κοφτή γλώσσα του ντοκιμαντέρ, την ιδιοσυγκρασία ενός ρεπόρτερ που αναζητεί το θέμα στον δρόμο και του μυθιστοριογράφου που κοιτάζει τα πρόσωπα πίσω από τις γραμμές τους, φωτίζει όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Μια λέξη που μπορεί να βοηθήσει στην ανάλυσή του είναι αυτή της «κανονικότητας». Την ίδια στιγμή, σε διαφορετικά περιβάλλοντα και υπό ανόμοιες συνθήκες, η έννοια της κανονικότητας που βιώνει ο φτωχός είναι τελείως διαφορετική. Η σχετικοποίηση της φτώχειας δεν σημαίνει πως παραμορφώνει την ύπαρξή της, απλώς δεν την ποσοτικοποιεί εν συνόλω. Άλλως πως: το πρόβλημα υπάρχει και είναι δεδομένο, ωστόσο οφείλουμε να δούμε και τις διαβαθμίσεις της αδυναμίας.

Από το Πακιστάν έως το Καζακστάν και από την Κίνα έως την Ταϋλάνδη, το Τόκιο, την Κόκκινη Πλατεία και τα γκέτο των ΗΠΑ, ο Βόλμαν με άοκνο τρόπο ρωτάει τους αποσυνάγωγους των κοινωνιών τι ακριβώς τους έχει οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση και γιατί δεν είναι πλούσιοι όπως κάποιοι άλλοι. Οι απαντήσεις ποικίλλουν – πάντα βάσει των συνθηκών που διαμορφώνουν τα ξεχωριστά περιβάλλοντα. Εντέλει, με το να διατυπώσεις την άποψη, εν είδει συμπεράσματος, πως η φτώχεια είναι μία και παντού, μάλλον οδηγείσαι σε έναν παραμορφωτικό λαϊκισμό που ούτε οι ίδιοι οι φτωχοί δεν θα μπορούσαν να τον επιβεβαιώσουν.

Καθαρίστριες από την Μπανγκόκ, άστεγοι στο Τόκιο, ζητιάνοι στην Κένυα, άνθρωποι που δουλεύουν στο θανατηφόρο Τσέρνομπιλ, μικροκακοποιοί στην Κολομβία, γυναίκες κρυμμένες πίσω την μπούρκα στην επικράτεια των Ταλιμπάν, μέλη παράνομων και βίαιων οργανώσεων στην Ιαπωνία, Ρώσοι λούμπεν που ομνύουν στον Στάλιν και στον κομμουνισμό που τους παρείχε –τουλάχιστον– έναν βαθμό ασφάλειας. Κι ας τους τον αφαιρούσε στη συνέχεια μέσω του πνιγηρού κοινωνικού διάκοσμου που διαμόρφωνε. Όλοι τούτοι οι άνθρωποι στην πραγματικότητα είναι αόρατοι γιατί είναι φτωχοί. Έχουν διαμορφώσει τη δική τους προσαρμοστική απάθεια. Κάποιοι νομίζουν πως δεν είναι φτωχοί. Άλλοι θεωρούν πως υπάρχει πάνω τους ένα κακό κάρμα από προηγούμενη ζωή ή ένα κισμέτ που καθορίζει αυτήν που ζουν τώρα. Άλλοι δέχονται την κατάσταση στωικά και άλλοι καταφεύγουν σε αυτοοικτιρμούς. Από τη φιλοσοφική διάθεση στην ποιητική ενατένιση και από την «καθαρή» δημοσιογραφική καταγραφή στην κοινωνιολογική και ψυχολογική προσέγγιση, ο Βόλμαν φτιάχνει ένα βιβλίο που δεν φαντασιώνει πως περικλείει όλο το φάσμα της φτώχειας. Ούτε το θέλει, ούτε και είναι δυνατόν να το κάνει.

Την έκδοση συμπληρώνει μια σειρά ενδεικτικών φωτογραφιών που τράβηξε ο Βόλμαν με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους με τους οποίους συνομίλησε και δέχθηκαν να εκτεθούν στον φακό του.

Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Κυριαζή.