Η Μάχη Τζαβέλλα ζει στην Αθήνα. Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1968 στο σπίτι, στο Μαντείο Δωδώνης Ιωαννίνων. Στα συλλογικά έργα «Οδός Δημιουργικής Γραφής» αρ. 2, εκδόσεις Οσελότος 2013, «Ανθολογία Σύντομου Διηγήματος», εκδόσεις Γραφομηχανή 2014 και στον ιστότοπο www.dimiourgikigrafionline.com, έχουν δημοσιευτεί αρκετά διηγήματά της. Το πρώτο βιβλίο της είναι ο «Κόκκινος Αύγουστος» από τις εκδόσεις Γραφομηχανή. Τα «Φτερά παγωνιού» είναι η δεύτερη νουβέλα της.

Όλη η ιστορία που αφορά τη σχέση μάνας- κόρης έχει σημείο αναφοράς σε όλη τη νουβέλα το βλέμμα της μάνας. «Το βλέμμα της έχει κάτι παράξενο, δεν νομίζεις; δεν έχω ξαναδεί τέτοιο βλέμμα… έλα, μην στεναχωριέσαι…» (σελ. 9). «Όσο παρατηρώ τη φωτογραφία τόσο μελαγχολώ. Στο βλέμμα της αποτυπώνεται κάτι σαν παράνοια, αλλά το περίεργο είναι ότι μέσα από αυτήν αισθάνομαι να αποκαλύπτεται η ζωή μου» (σελ. 18). Όλες αυτές οι σκέψεις ταλανίζουν αβάσταχτα τον νου της κόρης σε σημείο που να σκέφτεται να προβεί σε ακραίες πράξεις, ενώ μας αφηγείται την πορεία της ζωής της με αναδρομές στο παρελθόν και στο μέλλον. Το υποβαθμισμένο οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο έζησε, η μετανάστευση-ξενιτεμός στη Γερμανία, ο χωρισμός των μελών της οικογένειας με τον αδερφό της να μένει πίσω στην Ελλάδα και την ίδια να μεταφέρεται στη Γερμανία, η σκληρή δουλειά των γονέων, η «απουσία» του πατέρα («Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες και έκαναν υπερωρίες· ειδικά ο πατέρας μου έκανε συνεχώς νυχτερινές βάρδιες. Μη βρίσκοντας κάποια γυναίκα να με φυλάει στο σπίτι, αποφάσισαν να με δώσουν σε οικογένεια Γερμανών, να ζω μαζί τους τις καθημερινές και να πηγαίνω σ’ εκείνους τα σαββατοκύριακα και τις γιορτές» (σελ. 30), η γενικότερη οικονομική δυσπραγία και ανέχεια συνθέτουν έναν καμβά σκούρων χρωμάτων με κυρίαρχο χρώμα το μαύρο στη ζωή της ηρωίδας-κόρης.

Η μάνα μεταφέρει όλα τα δεινοπαθήματα, τα απωθημένα, τη διανοητική ταραχή, την ψυχική νόσο, και γενικότερα τα δεινά της ζωής της στην κόρη της που την έχει μαζί της στη Γερμανία. «Πότε άραγε με είχε καταλάβει πραγματικά; Πότε με κράτησε στην αγκαλιά της για να με παρηγορήσει; Ποιες κουβέντες μού είπε για να ηρεμήσει η ψυχή μου; Ποια ασφάλεια μου πρόσφερε;» (σελ. 77). Η μάνα παρουσιάζεται αρκετά ψυχρή, σχεδόν απάνθρωπη, διπολική προσωπικότητα, αυστηρή και απόμακρη. Η ηρωίδα-αφηγήτρια συνεχώς επιστρέφει στα βιώματα της παιδικής της ηλικίας και προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες.

Τελικά, ποια θα είναι η εξέλιξη της σχέσης της ηρωίδας με τη μητέρα της; Θα καταφέρει να κατευνάσει την οργή και την πίκρα της για τη μάνα; Θα μπορέσει να προσεγγίσει την αλήθεια της;

Η αφήγηση χαρακτηρίζεται από δαιδαλώδη ρυθμό και  παραληρηματικό λόγο που ταιριάζει στον τρόπο σκέψης της κόρης-ηρωίδας, με συνεχείς  αναδρομές στο παρελθόν, με παρουσίαση εμμονών και ψυχωτικών καταστάσεων. Ο ψυχικός κόσμος τόσο της μητέρας όσο και της κόρης αποδίδεται με γλαφυρό τρόπο και προκαλεί στον αναγνώστη έντονα συναισθήματα, καθώς τείνει να ταυτίζεται με τον κόσμο της αφηγήτριας. Ποια συναισθήματα όμως θα του προκαλέσει το ανατρεπτικό τέλος της αφήγησης; Θα φέρει τη λύτρωση και την κάθαρση των συναισθημάτων;