Την Αλμπέρτα Τσοπανάκη την παρακολουθώ ανελλιπώς εδώ και χρόνια. Όχι γιατί έχω κάποιαν ψυχοπαθολογική εμμονή, ούτε γιατί είμαι κανένας διεστραμμένος τύπος που παθιάζεται με τις σταρ. Γιατί η Αλμπέρτα είναι αστέρι: αυθεντική, αυθόρμητη, αυθύπαρκτη, αυτοδημιούργητη, μητέρα, πατέρας, νονός και γιος του εαυτού της (δεν λέω κόρη, προσέξτε το). Στο πρόσφατο θεατρικό της έργο «Φράνσις» η ανδρική φιγούρα είναι άλλοτε ευνοϊκή κι άλλοτε δυσοίωνη, όχι απαραίτητα τόσο φιλική όσο ο καλός σκύλος Μποοομπ που τα κακαρώνει στο τέλος, αλλά οπωσδήποτε κινητοποιεί τον ψυχισμό της ηρωίδας, ενώ η μητέρα της είναι μια σκιά, κούκλα-μαριονέτα στα χέρια των σκηνοθετών αυτής της «Θείας Κωμωδίας» που λέγεται Ζωή και τελειώνει πάντα με το δείπνο των σκουληκιών, εκτός από τους «τυχερούς» εκείνους προνομιούχους που απολαμβάνουν (; Ερωτηματικό) την τερατωδία της ταρίχευσης. Είναι τόσο σπουδαίο άραγε το γερασμένο-βιασμένο-απαλλοτριωμένο σώμα ώστε να θέλουμε να το διατηρήσουμε για πάντα άθικτο; Ερωτώ κι εξανίσταμαι. Εξίσταμαι απορών. Όταν η Ζωή εκλαμβάνεται από την παθούσα Φράνσις ως Κοιλάδα Δακρύων κι ο Θάνατος ως φυγή, ως δραπέτευση από ειρκτή φυλακή, πώς μπορεί κανείς ν’ ασχολείται με τη ματαιοδοξία της κηδείας ή της υστεροφημίας του; Μόνον αυτοί που δεν έχουν ζήσει, που δεν έχουν σκιαχτεί, δεν έχουν φοβηθεί και δεν έχουν ευθυμήσει, μόνον εκείνοι που δεν έχουν νιώσει τον ιερό πανικό στα κύτταρά τους και δεν έχουν βιώσει τη βακχεία της απελευθερωτικής ένωσης με το Όλον, μόνον εκείνοι μπορούν να ασχολούνται με τέτοιας τάξεως φληναφήματα κι αμετροεπείς απερισκεψίες. Η Αλμπέρτα Τσοπανάκη, ως Ελληνίδα Σάρα Κέιν, θέτει βαθιά το νυστέρι της επί τον τύπον των ήλων, υπαινίσσεται την ολική επαναφορά ενός φρικιαστικού Μεσαίωνα, με την Ψυχιατρική σε ρόλο Ιεράς Εξετάσεως και τη μικροαστική οικογένεια πρόθυμη να θυσιάσει την ευτυχία των τέκνων της στον βωμό της ομοιόμορφης καταναλωτικής μανίας μιας ψευδαισθητικής (και παραισθητικής, πλέον) Κοινωνίας της Αφθονίας. Η δημιουργικότητα του ανθρώπου, η ιερά μανία του, το καινοτόμον του πνεύματος κι ο οραματισμός ενός καλύτερου μέλλοντος, ελεύθερου από χειραγωγούς και δυνάστες… όλ’ αυτά δεν αρέσουν, βέβαια, στους «τα φαιά φορούντες». Οι πρόθυμοι να ξεπουληθούν ψυχίατροι, οι εξαρτημένοι από τα τοξικά ψυχοφάρμακα που πλασάρουν στους ασθενείς τους (με το αζημίωτο, φυσικά), συν την αναμενόμενη τόνωση του υπερφίαλου εγώ και του αλαζονικού συμπλέγματος μεγαλείου που διογκώνει η ενασχόλησή τους με τους διαφορετικούς, κάτι που τους οδηγεί, αδιαμαρτύρητα ίσως, στη χειρότερη και πλέον επικίνδυνη μορφή παράνοιας μεγαλείου που μπορεί να ανεχθεί κανείς στον σύγχρονο «πολιτισμένο» (σε εισαγωγικά) κόσμο…, οι πρόθυμοι αυτοί σκλάβοι της Φαρμακολογίας, της Τεχνολογίας και μιας Επιστήμης που επικαλείται ένα αγαθό του οποίου αρνείται την ύπαρξιν (τουτέστιν, της «ψυχής»)…, οι ψυχίατροι λοιπόν ως βασανιστές-θύτες-εκτελεστές-δεσμοφύλακες ήταν πάντα στο πλευρό της κάθε Εξουσίας, έτσι όπως εικονοποιείται ως Κράτος και Βία στον αισχύλειο «Προμηθέα Δεσμώτη» (για τον οποίο κατηγορήθηκε ο μέγας τραγικός ότι τάχαμου προδίδει τα Μυστήρια)…, έως τους βασανιστές ιατρούς Μένγκελε των κάθε λογής φασιστών, η απόσταση είναι –ενίοτε, για να μην είμαστε γενικολόγοι και άδικοι με μεγάλες μορφές όπως ο Γιουνγκ, ο Λακάν και λοιποί… – η απόσταση λέγω τείνει –ενίοτε– εις το μηδέν κι ο μάχιμος ψυχίατρος, ο επίσημος, ο αναγνωρισμένος, αυτός που δεν ανέχεται μπροστά στον τίτλο και στην ιδιότητά του το «αντί», αυτός είναι ένα πρώτης τάξεως θεατρικό υλικό κι οπωσδήποτε αξιοποιήσιμος από έναν έμπειρο δραματουργό. Όπως εξάλλου κι η επαναστατημένη αυτοκαταστροφική κακοποιημένη κουκλίτσα με τη βιασθείσα παιδική ηλικία (όχι απαραίτητα και σωματικώς, αλλά οπωσδήποτε νοητικώς από τα «μη» και τα «πρέπει» των πανικόβλητων όντων που απαρτίζουν το οικογενειακό και στενό κοινωνικό περιβάλλον της). Το αρχέτυπο μιας Νόρμα Τζιν Μπέικερ που μετατρέπεται σε δυστυχισμένη κι απαστράπτουσα Μαίρυλιν Μονρόε, φαίνεται ότι λειτουργεί ακόμα στο υποσυνείδητο ανδρών και γυναικών απανταχού της γης. Η γυναίκα ως δοχείον ηδονής κι «ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου μετά τον σκύλο, βεβαίως», η γυναίκα ως άβουλο κι ετερόφωτο ον, ως καθοδηγούμενο, ποδηγετούμενο ζωύφιο δευτέρας κατηγορίας και τρίτης διαλογής (ακόμα κι αν είναι «πρώτο πράγμα»)…, η γυναίκα λοιπόν, διά της απαξιώσεώς της στις ανδροκρατούμενες (ή καλύτερα στις απάνθρωπες) «εξελιγμένες» (σε εισαγωγικά) κοινωνίες…, η γυναίκα είναι το πλέον μοναχικό, δυστυχισμένο, αλλοτριωμένο θύμα της σύγχρονης Κοινωνίας της Αφθονίας. Η «κουκλίτσα», συνήθως πλατινένια ξανθιά κι άλλοτε μελαχρινή (αν κι «οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές»), είναι ένα λοβοτομημένο ανθρώπινο ον, μια «παιδοποιός μήτρα» κατά την ευριπίδεια «Μήδεια», ένα ρομπότ ανάξιο λόγου, αλλά πανάκριβο και δύσκολο να συντηρηθεί.

Η Αλμπέρτα Τσοπανάκη επέτυχε μέσα σε ένα σχετικά σύντομο θεατρικό έργο, με τρεις πράξεις (όπως τον «παλιό καλό καιρό») και γρήγορες (κινηματογραφικές, θα έλεγα) εικόνες, να συμπυκνώσει την πείρα και την πίκρα της σε ένα αμάλγαμα κραυγών που άλλοτε είναι φρικιαστικές κι άλλοτε νοσταλγικά ψευδορομαντικές, σε καμίαν όμως περίπτωσιν καταθλιπτικές, αφού το εκκρεμές της πραγματικότητας κινείται πάντα από το ένα άκρο εις το άλλον, γιατί όπως είπεν ο σκοτεινός και μάλλον σοφός Ηράκλειτος, «τα πάντα ρει». Αυτή τη ροή και τον μετασχηματισμό των μορφών προκειμένου να μετακενωθεί η όποια ουσία σε καινοφανή δοχεία, αποδεικνύει κι η μετάλλαξη του κεντρικού προσώπου της ηρωίδας με το όνομα Φράνσις, η οποία διαφοροποιείται δραστικά από το πρώτο μέρος στο τρίτο και διατρέχει όλη την αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα στο κιαροσκούρο και το λευκό της πιο στυγνής, μόνιμης και ιλαρής φυλακής που μπορεί να φανταστεί ποτέ το διεστραμμένο ανθρώπινο μυαλό.

Βεβαίως, οι ήρωες κι αντι-ήρωές της είναι μεγεθυμένοι και σχηματικοί, υπερ-πραγματικοί και σουρεαλιστικοί, αληθινοί εν τούτοις, αφού κρούουν μέσα μας χορδές απολησμονημένες από τα πρώτα εφηβικά μας χρόνια, όταν η ένταξή μας στην κοινωνία δεν είχε επιτευχθεί ακόμα. Για την ακρίβεια, μόλις ξεκινούσε. Η δύναμη αυτή η αρχετυπική που αναβλύζει μέσα από το τυπωμένο κείμενο του βιβλίου καταδεικνύει τη δραματουργική μαεστρία της Αλμπέρτας Τσοπανάκη. Ανυπομονώ να τη δω να ερμηνεύει τον κεντρικό («επώνυμο», όπως λέμε) ρόλο, σε μια παράσταση αυτόχρημα αντι-συμβατική κι οπωσδήποτε μακράν του πληκτικού, αφού σκηνοθετεί η σημειολόγος του θεάτρου κι άξια καθηγήτρια Μαρίκα Θωμαδάκη. Αδημονούντες ίδωμεν.