Παιδιών άγρια ζωή

Ο Andres Barba (Μαδρίτη, 1975) είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς. Το 2001 ήταν υποψήφιος για το βραβείο Herralde (για το μυθιστόρημα “La hermana de Katia”, το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο). To 2010 το περιοδικό Granta τον συμπεριέλαβε στη λίστα του με τους καλύτερους νέους ισπανόφωνους συγγραφείς, ενώ το 2017 τιμήθηκε με το βραβείο Herralde για το μυθιστόρημά του «Φωτεινή πολιτεία».

Ένας αξιωματούχος της μικρής πόλης Σαν Κριστόμπαλ γυρίζει είκοσι χρόνια πίσω για να ανακαλέσει στη μνήμη του τα γεγονότα που σημάδεψαν τον ίδιο και τους κατοίκους του Σαν Κριστόμπαλ. Τριάντα δύο παιδιά εμφανίζονται ξαφνικά στους δρόμους της πόλης, χωρίς να γνωρίζει κανείς από πού προήλθαν ή να καταλαβαίνει τη γλώσσα τους. Οι ηλικίες τους είναι λίγο παραπάνω ή παρακάτω από δέκα ετών, τα ρούχα τους βρώμικα, το βλέμμα τους συμπαγές και αγριωπό. Τα παιδιά περιφέρονται στην πόλη, διαπράττουν κλοπές κι έπειτα εξαφανίζονται. Και η νύχτα έρχεται λες και τα παιδιά αυτά να μην υπήρξαν ποτέ.

Ώσπου κάποια στιγμή μια ομάδα των παιδιών μπαίνει να ληστέψει ένα σουπερμάρκετ. Η κατάσταση εκτροχιάζεται και δυο ενήλικες τραυματίζονται. Μετά απ’ αυτό το γεγονός οι πολίτες καλούν τις αρχές να λάβουν μέτρα για την προστασία από τις κλοπές και να περιοριστούν οι δράσεις των παιδιών, καθώς η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας έχει διαταραχθεί. Όμως, δεν είναι τόσο εύκολο γιατί κανείς δεν γνωρίζει πού πάνε τα παιδιά όταν φεύγουν από την πόλη.

Ο Αντρές Μπάρμπα παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα που αγγίζει τα όρια του μαγικού ρεαλισμού, άπτεται του πλαισίου της αλληγορίας, δομείται από κοινωνικό πραγματισμό. Γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο βασικός χαρακτήρας είναι και ο αφηγητής της ιστορίας που ανασύρει τα γεγονότα είκοσι χρόνια μετά. Η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων φιλτράρεται από το πρίσμα του αφηγητή, παραγκωνίζοντας τα ατομικά χαρακτηριστικά της μονάδας και σκιαγραφώντας εν συνόλω τα στοιχεία της ομάδας και της κοινωνίας γενικότερα. Η πρόζα του συγγραφέα είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου, καθώς διαφαίνεται η άγρια πλευρά του ανθρώπου στην παιδική του ηλικία, όταν ακόμα δεν έχει περιοριστεί από τις κοινωνικές επιταγές και τις ηθικές αρχές. Τα παιδιά αντιπροσωπεύουν τη δομή του ανθρώπου σε πιο πρωτογενείς βάσεις, όπου τα βαθύτερα ένστικτα εκφράζονται πιο ελεύθερα, τα πράγματα είναι πιο απλά, η ελευθερία πιο αναγκαία. Και από την άλλη παρατίθενται οι ενήλικες κάτοικοι του Σαν Κριστόμπαλ ως φρουροί της ευνομούμενης πολιτείας και υπερασπιστές των ηθικών αξιών. Αδυνατούν να συνυπάρξουν με τη συμπεριφορά των τριάντα δύο παιδιών, τρομάζουν στην έλευσή τους, νιώθουν να απειλείται ο φαύλος κύκλος της στρογγυλοποιημένης τους ζωής. Μέσα σ’ όλα αυτά ο Αντρές Μπάρμπα καταδύεται στα στοιχεία της ανθρώπινης προσωπικότητας που άλλοτε θάβονται μαζί με την παιδική μας ηλικία, άλλοτε εκρήγνυνται ως απωθημένα της, και μερικές φορές εκφράζονται από την ανεμελιά και την ελευθερία της.