Όμορφη που ’ναι η βροχή
Σαν στάζει στο ποτήρι σου
Τα φωνήεντα δεν φωνάζουν, μα έχουν φωνή στους στίχους της Μαρίας Γερογιάννη: φωνή γυναικεία, σε μια ποιητική ώριμη που έχει δέσει καρπό.
Η Μαρία Γερογιάννη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Από τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς: Πολιτιστικοί Αγώνες Δήμος Ηρακλείου 2006 -1ος ΄Επαινος Λογοτεχνίας (ποίηση), Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών “Δημιουργική Γραφή” 2014-Τιμητική Διάκριση. Το 2012 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική της συλλογή «Άδειοι στίχοι» και το 2017 η παρούσα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Με βλέμμα που μοιάζει να αποτυπώνει στιγμιότυπα σε φωτογραφίες, η ποιήτρια αποδίδει εικόνες, στιγμές, πρόσωπα, συναισθήματα, ζωή με δύο λόγια, σε στίχους λιτούς, χωρίς πολλά στολίσματα και εντυπωσιασμούς εύκολους. Είναι χαμηλόφωνη η ποίησή της, εσωτερική, με μια τρυφερότητα που συγκινεί, όπως το δίστιχο που επέλεξα ως επικεφαλίδα, μα και με μια πικράδα να μένει στη γεύση για εκείνα που χάθηκαν, που δεν έγιναν, που δεν ειπώθηκαν. Κι έχει κάτι, κλειστό κι ολότελα δικό της, ένα αποτύπωμα ιδιαίτερο, που μπορείς να το νιώσεις μέσα από τους στίχους, μα δεν σου ανοίγεται παραπάνω.
Αλλού η γραφή ρέει συνειρμικά, μια σειρά από εικόνες όχι σκέψεις, αλλού πάλι μοιάζει πιο πολύ να γέρνει μέσα της και να επεξεργάζεται σκεπτόμενη, τα όσα καταγράφει. Τα συμπυκνωμένα ολιγόστιχα ποιήματα είναι οι καλύτερες στιγμές της συλλογής, κατά τη γνώμη μου, αλλά θα ξεχώριζα και άλλα, που με έκαναν να τα διαβάσω αρκετές φορές, όπως « Η ακλάδευτη μυρτιά», το «Πρόσωπο» και «Η σιωπή», με την οποία θα κλείσω αυτή την παρουσίαση:
Στοχάζεται.
Αναπολεί το πορφυρούν,
το ουρανί, το κίτρινο των σπαρτών,
τους θάμνους του ενός πρωινού
Τώρα
κουφάρια ξύλινα τα δάση
Και η σιωπή λαλέουσα:
Πόσο μεγάλωσες μικρό μου!
Έκανες και παιδιά